Κλιματική αλλαγή vs κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση

Γράφει ο Γιώργος Ράγκος, Δρ. Χημείας και επικεφαλής του ψηφοδελτίου «Κόκκινη Ρωγμή στο Ηράκλειο»

Η κλιματική κρίση είναι πραγματική απειλή και όχι «βολικό» άλλοθι για να κρύβονται οι ευθύνες της κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η κλιματική κρίση, ουσιαστικά η υπερθέρμανση του πλανήτη, συνεχίζεται αμείωτα και αποτελεί πραγματική και άμεση απειλή για το ανθρώπινο είδος και τον πολιτισμό του.

Το καλοκαίρι του 2022, ήταν, ταυτόχρονα, το πιο θερμό, με την χειρότερη ξηρασία και τα περισσότερα καμένα στρέμματα από τις πυρκαγιές στην Ευρώπη. Το φετινό ήταν ακόμα χειρότερο και η «επιστροφή» του El Niño, με τη θερμαντική του επίδραση να γίνεται αισθητή έπειτα από μήνες, θα κάνει το 2024 να συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες για να σημειώσει νέο παγκόσμιο ρεκόρ θερμοκρασίας. Δείτε εδώ: https://www.efsyn.gr/kosmos/403157_copernicus-pio-kayto-olon-ton-epohon-fetino-kalokairi

Την Τρίτη 23 Μαΐου 2023 «έσπασαν» τρία κλιματολογικά ρεκόρ, σε τρεις δείκτες με ιδιαίτερη σημασία για την πορεία υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο δείκτης επιφανειακής θερμοκρασίας της θάλασσας και ο δείκτης θερμοκρασίας αέρα βρέθηκαν σε ιστορικά υψηλά, ενώ η έκταση του θαλάσσιου πάγου σημείωσε ιστορικό χαμηλό.

Το ότι, αυτά τα ρεκόρ, παρουσιάστηκαν την ίδια ημέρα σημαίνει ότι δεν αποτελούν κάποιες μεμονωμένες ανωμαλίες αλλά μία αλληλοσυνδεόμενη κατάσταση που επιβεβαιώνει μια αδιάλειπτη πορεία προς έναν θερμότερο πλανήτη.

Στην Ευρώπη, τα τελευταία 5 χρόνια η μέση θερμοκρασία είναι σχεδόν 2°C υψηλότερη (0,5° C πάνω από το «ασφαλές όριο») από την αντίστοιχη κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. Ζούμε την πιο ζεστή πενταετία που έχει καταγραφεί ποτέ.

Η αμερικανική Υπηρεσία Παρατήρησης των Ωκεανών και της Ατμόσφαιρας (NOAA) γράφει: «Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη, κυρίως με την παραγωγή ενέργειας μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, με τις μεταφορές, με την παραγωγή τσιμέντου, ή ακόμη με την αποψίλωση των δασών, είναι καθαρό πως ευθύνεται για το ρεκόρ αυτό (της αύξησης της συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα)».

Η κύρια αιτία για την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα πέρα του «κανονικού». Το CO2 δεν είναι «ρύπος». Η συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα επιτρέπει τη διατήρηση της θερμοκρασίας σε τέτοια επίπεδα (καθώς «παγιδεύει τη ζέστη») ώστε να υπάρχει η ζωή και τα οικοσυστήματα στον πλανήτη, όπως τα ξέρουμε. Χωρίς ή με χαμηλή συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα, ο πλανήτης μας θα ήταν παγωμένος και χωρίς ζωή. Το πρόβλημα, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι ότι η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα είναι πολύ πάνω από την «κανονική» και αυτό (μαζί με την υπερσυγκέντρωση και άλλων αερίων, π.χ. CH4) προκαλεί το φαινόμενο της υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Πόσο πάνω από την «κανονική»; Η αμερικανική Υπηρεσία Παρατήρησης των Ωκεανών και της Ατμόσφαιρας (NOAA) ανακοίνωσε ότι: «Η συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα έφθασε φέτος τον Μάιο (του 2022) σε επίπεδο κατά 50% υψηλότερο από την προβιομηχανική εποχή, ξεπερνώντας το φράγμα των 420 μερών ανά εκατομμύριο (ppm). Πριν από τη βιομηχανική επανάσταση, και για τα περίπου 6.000 χρόνια ανθρώπινου πολιτισμού, το επίπεδο του CO2 βρισκόταν μόνιμα γύρω στα 280 ppm… το σημερινό επίπεδο είναι συγκρίσιμο με εκείνο που καταγραφόταν πριν από 4,1 ως 4,5 εκατ. χρόνια, όταν τα επίπεδα CO2 ήταν κοντά ή πάνω από τα 400 ppm αλλά την εποχή εκείνη το επίπεδο της θάλασσας ήταν 5 ως 25 μέτρα υψηλότερο…».

Η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί, ανάμεσα στα άλλα, τον πολλαπλασιασμό των κυμάτων καύσωνα, των ξηρασιών, των πυρκαγιών και των πλημμυρών. Αποδυναμώνει τους αεροχειμάρρους, τα συστήματα πίεσης αέρα «κολλάνε» και δημιουργούν παρατεταμένες περιόδους ζέστης, ξηρασίας και ακραίων βροχοπτώσεων. Αυτό σημαίνει ότι, ναι μεν, αυτά τα φαινόμενα δεν είναι καινούρια αλλά, τώρα, εμφανίζονται όλο και πιο συχνά και με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Οι βροχοπτώσεις στη Θεσσαλία είναι «φαινόμενο χιλιετίας» με όρους πριν την έκταση που έχει πάρει σήμερα η κλιματική κρίση.

Σύμφωνα με Έκθεση του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO), ο αριθμός και η διάρκεια των ξηρασιών αυξήθηκαν κατά 29% την περίοδο 2000 – 2020, σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Τα τελευταία 20 χρόνια, η αποταμίευση υδάτων στην ξηρά μειώνεται με ρυθμό 1 cm ετησίως. Η ξηρασία δημιουργεί και τις συνθήκες ούτως ώστε, όταν έρθουν οι βροχές, το έδαφος να μην είναι σε θέση να τις απορροφήσει. Ξηρό έδαφος, μεγάλα ύψη βροχής σε συνδυασμό με τσιμεντοστρώσεις, μπαζώματα ρεμάτων, αποψίλωση και καμένα δάση, δημιουργούν το καταστροφικό αποτέλεσμα των πλημμυρών. Από το 2000, οι καταστροφές που σχετίζονται με πλημμύρες αυξήθηκαν κατά 134% σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες.

Η υπερθέρμανση δεν προκαλεί πυρκαγιές αλλά, όμως, δημιουργεί το απαραίτητο «πυρομετεωρολογικό υπόβαθρο» (καύσωνας, ισχυροί άνεμοι, παρατεταμένη ξηρασία) που μετατρέπει τις πυρκαγιές σε «mega-fires» και από την άλλη οι ίδιες οι πυρκαγιές τροφοδοτούν την υπερθέρμανση γιατί οι καμένες δασικές εκτάσεις μειώνουν την ποσότητα του CO2 που δεσμεύεται από τα δάση ενώ ταυτόχρονα εκπέμπουν CO2 στην ατμόσφαιρα. Φαύλος κύκλος. Επιπλέον, η αποψίλωση των δασών έχει αυξηθεί, συμβάλλοντας στο 23% των συνολικών εκπομπών CO2. Έχει μετρηθεί πως μία δασική πυρκαγιά στη Μεσόγειο αυξάνει κατά 5 έως 8 φορές τον κίνδυνο πλημμυρών.

Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι εάν η υπερθέρμανση του πλανήτη συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς είναι ασαφές για το πώς θα μπορέσουμε να προσαρμοστούμε (ανθρώπινο είδος, οικοσυστήματα). Στην πραγματικότητα, δεν θα μπορέσουμε. Αυτό δεν είναι καταστροφολογία.

H ειδική Έκθεση (από το 2019) της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) προειδοποιεί ότι αν η άνοδος της θερμοκρασίας εξακολουθήσει με τους σημερινούς ρυθμούς, θα φθάσουμε στο όριο των 1,5 C (μέση παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο) περίπου στο 2040 με την άνοδο να φθάνει, κατά μέσο όρο, τους 4,3 C έως το 2100. Σήμερα είμαστε στο 1,2 C. Μία υπέρβαση των 2 C θα ενεργοποιήσει και μηχανισμούς «ανατροφοδότησης» όπως η απελευθέρωση μεθανίου (CH4) από τον Αρκτικό ωκεανό ή το μόνιμα παγωμένο έδαφος (που περιέχουν εγκλωβισμένους περίπου 1.600 Gt3 οργανικού άνθρακα, σχεδόν διπλάσιους από εκείνους της ατμόσφαιρας). Άνοδος μεταξύ 2.7 – 3 C θα διαταράξει τον κύκλο του άνθρακα και θα μετατρέψει τα χερσαία οικοσυστήματα σε μια καθαρή πηγή έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα (CO2).

Τα σημερινά «ακραία καιρικά φαινόμενα» θα γίνονται όλο και πιο συχνά και με (εκθετικά) μεγαλύτερη ένταση χρόνο με χρόνο.

Οι επιστήμονες διαβεβαιώνουν ότι η τωρινή υπερθέρμανση του πλανήτη δεν αποτελεί κάποιο «γεωλογικό φαινόμενο». Έκθεση της IPCC (του ΟΗΕ), από το 2014, αναφέρει ότι: «Η IPCC είναι βέβαιη ότι ο άνθρωπος είναι η κύρια αιτία της παρούσας υπερθέρμανσης του πλανήτη…κάθε μια από τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες ήταν διαδοχικά η θερμότερη από το 1850…στο βόρειο ημισφαίριο το προηγούμενα 30 έτη ήταν τα θερμότερα των τελευταίων 1.400 ετών…τα παγκόσμια θερμοκρασιακά δεδομένα δείχνουν μια μέση άνοδο της θερμοκρασίας 0,85 C (1880-2012) με τη συμβολή των φυσικών παραγόντων αμελητέα (μεταξύ -0,1 C και +0,1 C)… οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις τριών εκ των αερίων του θερμοκηπίου, CO2, CH4 και υποξειδίου του αζώτου (N2O), έχουν αυξηθεί σχετικά με τα προβιομηχανικά επίπεδα, 40%, 150% και 20% αντίστοιχα… οι συνολικές ανθρωπογενείς εκπομπές CO2 από την προβιομηχανική περίοδο έως το 2011 ανέρχονται στους 545 GtC με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από την καύση των ορυκτών καυσίμων (365 GtC), ενώ η αποδάσωση και άλλες αλλαγές στις χρήσεις γης ευθύνονται για έκλυση 180 GtC». Αντίστοιχα, η NOAA, στην παραπάνω ανακοίνωση της, γράφει: «Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη, κυρίως με την παραγωγή ενέργειας μέσω της καύσης ορυκτών καυσίμων, με τις μεταφορές, με την παραγωγή τσιμέντου, ή ακόμη με την αποψίλωση των δασών, είναι καθαρό πως ευθύνεται για το ρεκόρ αυτό (της αύξησης της συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα)».

Οι μελέτες δείχνουν ότι οι «ανθρωπογενείς δραστηριότητες» που παράγουν αυτές τις ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου (και ιδιαίτερα το CO2) προέρχονται κατά, μέσο όρο, 35% από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, 22% από τις μεταφορές, 29% από την χρήση ορυκτών καυσίμων για θέρμανση και άλλες ανάγκες των κατοίκων και των επιχειρήσεων στις πόλεις και 9% από αγροτικές δραστηριότητες.

Αυτές οι διαπιστώσεις είναι πολύ σημαντικές αν και «τσουβαλιάζουν» με τον όρο «ανθρωπογενείς δραστηριότητες» το ανθρώπινο είδος ως σύνολο. Χρειάζεται να κάνουμε τον ταξικό διαχωρισμό. Το πλουσιότερο 1% του κόσμου ευθύνεται για το 50% των παγκόσμιων εκπομπών CO2 και μόλις 100 εταιρείες είναι υπεύθυνες για το 70% των παγκόσμιων εκπομπών CO2.

Οι επικεφαλής αυτών των εταιρειών είναι και οι βασικοί υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων που συνεχίζουν να επωφελούνται από ένα σύστημα που βυθίζει τον κόσμο σε μια κλιματική καταστροφή. Βρίσκονται στα μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα και στις πολυεθνικές, στη Φρανκφούρτη, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σαγκάη, στο Σάο Πάολο, στη Σιγκαπούρη, στο Τόκιο. Δεν είναι μόνο επειδή είναι άπληστοι και απερίσκεπτοι (που είναι), είναι γιατί υπηρετούν αυτό το σύστημα. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που στο κέντρο του έχει τη συσσώρευση και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εταιρειών (και των χωρών τους) πράγμα που σημαίνει ότι όλα υποτάσσονται (και το κλίμα) στη λογική του κέρδους.

Ο τρόπος παραγωγής στον καπιταλισμό είναι υπεύθυνος για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Οι κυβερνήσεις γνωρίζουν όλα τα δεδομένα, ήδη από τη δεκαετία του 70, αλλά ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση. Η αιτία είναι η διαχείριση αυτού του συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη Σύνοδος του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP1) έγινε το 1995 στο Βερολίνο. Τότε διαπίστωνε ότι «η παγκόσμια φύση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί την ευρύτερη δυνατή συνεργασία από όλες τις χώρες και τη συμμετοχή τους σε μια αποτελεσματική και κατάλληλη διεθνή απάντηση… οι χώρες θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές θερμοκηπίου τους στα επίπεδα του 1990 έως το 2000». Όμως, κάθε προσπάθεια επίτευξης αυτού του στόχου απορρίφθηκε από τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών ως «υπερβολικά περιοριστική για την οικονομική τους ανάπτυξη». Σαράντα χρόνια μετά, η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη.

Αν και ο στόχος του 1,5 C (που μπήκε στην COP16 στο Παρίσι το 2014) εξαρτάται, άμεσα, από την εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων, τα ορυκτά καύσιμα συνεχίζουν ανεξέλεγκτα. Ο στόχος ήταν «η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να μειωθεί κατά περίπου 20% έως το 2030 και κατά περίπου 55% έως το 2050 για να σταματήσει το κρίσιμο επίπεδο άνω του 1,5 C» αλλά «η παγκόσμια ζήτηση για πετρέλαιο θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2030», σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA). Ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιοποιήθηκε πριν λίγες μέρες, αποκάλυψε ότι οι κυβερνήσεις επιδότησαν πέρυσι παγκοσμίως τα ορυκτά καύσιμα με ρυθμό… 13 εκατομμυρίων δολαρίων το λεπτό! Οι συνολικές επιδοτήσεις που δόθηκαν στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα ανήλθαν το 2022 στα 7 τρισ. δολάρια, ποσό ίσο με το 7% του παγκόσμιου ΑΕΠ και διπλάσιο από αυτό που ξοδεύει η υφήλιος για την παιδεία. Δες εδώ: https://www.efsyn.gr/oikonomia/diethnis-oikonomia/401975_epidotiseis-sta-orykta-kaysima-me-rythmo-13-ekat-dolarion-lepto και εδώ: https://www.efsyn.gr/oikonomia/diethnis-oikonomia/400953_kryfos-agogos-hrimatodotisis-ton-orykton-kaysimon-oi

Οι ευθύνες κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης

Οι κυβερνήσεις όχι μόνο κρύβουν τις ευθύνες τους για την κλιματική αλλαγή, αλλά την χρησιμοποιούν και ως «άλλοθι» για να κρύψουν τη διάλυση των υποδομών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της, εξαιτίας των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων. Την επικαλούνται λες και είναι κάποιο παγκόσμιο «φυσικό φαινόμενο» που έπεσε στο κεφάλι μας και για το οποίο δήθεν δεν μπορούν να κάνουν κάτι παρά να ανησυχούν και να υπόσχονται μέτρα για την αντιμετώπιση της. Αυτό κάνει και η κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση.

Πρώτα από όλα, η κυβέρνηση είναι συνυπεύθυνη για την κλιματική κρίση γιατί έχει ταυτιστεί με τα συμφέροντα της βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων. Θέλει να μετατρέψει την Αλεξανδρούπολη σε ενεργειακό κόμβο της Ευρώπης για το LNG, το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο έχει το μεγαλύτερο, παγκόσμια, στόλο μεταφοράς πετρελαίου και LNG και σε συνεργασία με κολοσσούς της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων ετοιμάζει εξορύξεις υδρογονανθράκων από την Ήπειρο μέχρι την Κρήτη και τις ΑΟΖ.

Και η κυβέρνηση και η τοπική αυτοδιοίκηση είχαν «πάρει το μήνυμα» της συχνότητας και της έντασης των «καιρικών φαινομένων» και από τον «Ιανό», το 2020, και από τους καύσωνες και από τις πυρκαγιές. Επιπλέον, υπήρχαν «προειδοποιήσεις» από την επιστημονική κοινότητα. Αντ’ αυτού, δεν κάνανε κανένα έργο, δεν πήραν κανένα μέτρο για την αντιμετώπιση των συνεπειών αυτών των φαινομένων. Γι’ αυτό έχουν και την πλήρη ευθύνη.

Ένα μήνα πριν, στις 13 Αυγούστου, ο Νικήτας Μυλόπουλος (Καθηγητής, διευθυντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, πρόεδρος Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας) έγραφε στην Εφ. Συν:

«Σε σχετική μελέτη του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων, του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καταδεικνύεται ότι τα επεισόδια ξηρασίας στην περιοχή της Θεσσαλίας θα διπλασιαστούν την προσεχή περίοδο και θα έχουν σημαντικά μεγαλύτερη δριμύτητα και διάρκεια. Ανάλογα είναι τα αποτελέσματα και για την πρόβλεψη των πλημμυρικών φαινομένων. Η ιδιαιτερότητα της χώρας μας, όμως, είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε περιοχές με ήδη έντονα τα σημάδια οικολογικής καταστροφής.

Μένοντας στο παράδειγμα της Θεσσαλίας, ο κίνδυνος της ερημοποίησης ήταν ορατός και πριν από τα πρόσφατα φαινόμενα ξηρασίας-πλημμυρών, αποτέλεσμα της τεράστιας ανθρωπογενούς πίεσης που ασκήθηκε στους φυσικούς πόρους της για την κάλυψη των υπερεντατικών γεωργικών δραστηριοτήτων.

Στην ολιστική λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων, οι καταστροφές που εμφανίζονται με μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη συχνότητα, αλληλεπιδρούν σε λογική ντόμινο: οι πυρκαγιές επιδεινώνουν την εδαφική διάβρωση, μετατρέποντας τις πλημμυρικές απορροές σε ορμητικό τσουνάμι καταστροφής, ενώ η αδυναμία συγκράτησης των ομβρίων από το διαβρωμένο έδαφος εντείνει τα φαινόμενα λειψυδρίας.

Επανερχόμενος στην πρόσληψη της κλιματικής κρίσης από την ελληνική κυβέρνηση, είναι εντυπωσιακή η ελαφρότητα στην αντιμετώπιση των φαινομένων. Βαφτίζοντας ένα υπουργείο «Κλιματικής Αλλαγής» και διαβάζοντας καλογραμμένους λόγους στη Βουλή, ο πρωθυπουργός και οι ακόλουθοί του ξεμπερδεύουν στα γρήγορα με το πρόβλημα, επιμένοντας ουσιαστικά στην ίδια αντιπεριβαλλοντική πολιτική των δασοκτόνων νόμων. Οχι μόνο δεν έχουν κανένα σχέδιο για την επόμενη κλιματική μέρα, αλλά αρνούνται να κάνουν ακόμη και τα στοιχειώδη. Μένοντας μόνο στις πυρκαγιές, έχουμε χιλιάδες κενές οργανικές θέσεις στην Πυροσβεστική, η δασοπυρόσβεση ως δυνατότητα είναι σχεδόν ανύπαρκτη, οι αντιπυρικές ζώνες και τα άλλα μέτρα πρόληψης και προστασίας το ίδιο και φυσικά ο εξοπλισμός ανεπαρκής και παλαιωμένος. Οι πυρκαγιές έφτασαν στις πόλεις, ακόμη και στα στρατόπεδα, αποκαλύπτοντας τη γύμνια ενός παραλυμένου και παρατημένου κράτους. Η απάντηση είναι οι εκκενώσεις περιοχών, όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Γι’ αυτό και η στάση της κυβέρνησης, εξ αποτελέσματος, φλερτάρει, αν δεν ταυτίζεται, με τη στάση των αρνητών της κλιματικής συνθήκης. Η κουτοπόνηρη ενοχοποίηση της κλιματικής απορρύθμισης και η χρήση της ως άλλοθι της άρνησης να ενισχύσουν τη δημόσια πολιτική προστασίας των οικοσυστημάτων, υποβαθμίζει το τεράστιο ζήτημα του νέου κλιματικού καθεστώτος σε απλό επικοινωνιακό παιχνίδι και στην ουσία το αρνείται. Το επιβεβαιώνουν τα δύο πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, που με έναν πρωτόγνωρο κυνισμό συνέβησαν την ώρα της πυρκαγιάς, την ώρα που όλη η χώρα ήταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τα παραθέτω χωρίς σχόλια: Σε πρόσφατη ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο, η Ν.Δ., χέρι χέρι με σύσσωμο τον ακροδεξιό θίασο της Ευρώπης (Ορμπαν, Λεπέν, Μελόνι κ.λπ.), καταψήφισε το «Νομοσχέδιο για την αποκατάσταση της Φύσης»στην ουσία την υποχρέωση των ευρωπαϊκών κρατών να αποκαθιστούν τουλάχιστον το 20% των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων– και εκδόθηκε η άδεια για την «επένδυση» στον Ερημίτη της Κέρκυρας, σύμφωνα με την οποία ένα παρθένο κομμάτι γης, τεράστιας οικολογικής αξίας, θα γίνει πολυδύναμο τουριστικό θέρετρο. Ναι, είναι η δασική έκταση που πριν από 3 χρόνια ακούσαμε τον πρωθυπουργό να λέει ότι κάποια στιγμή θα καεί το δάσος, οπότε το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να το χτίσουμε!»

Στη Θεσσαλία, υπήρχε η δυνατότητα πρόληψης και περιορισμού των ζημιών. Η παντελής έλλειψη αντιπλημμυρικών έργων (ταμιευτήρες εκτόνωσης σειρά φραγμάτων και τάφρων, καθαρισμός ποταμιών χειμάρρων και φρεατίων κ.α.), η διατάραξη και αλλοίωση, μέσω παρεμβάσεων, των φυσικών οδών παροχέτευσης και διαφυγής των υδάτων (καναλοποίηση πολλών χειμάρρων ώστε να αυξηθεί η εκμεταλλεύσιμη γη), ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στην μεγιστοποίηση των καταστροφών. Γι’ αυτές τις επιλογές, κυβέρνησης και τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν φταίει η κλιματική αλλαγή αλλά η πολιτική που υπηρετεί ένα σύστημα που βάζει τα κέρδη πάνω από τους ανθρώπους, το περιβάλλον και τις ανάγκες μας.

Επιπλέον, η «αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών της» είναι ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας για τους καπιταλιστές. Δεν είναι μόνο οι ανεμογεννήτριες και η «πράσινη ανάπτυξη».

Πριν τρία χρόνια, όπως και σήμερα, ο Μητσοτάκης μοίραζε υποσχέσεις στους πλημμυροπαθείς του «Ιανού» αλλά στους «φίλους εργολάβους» μοίραζε εκατομμύρια. Σύμφωνα με όσα διαβάζουμε αυτές τις ημέρες στις εφημερίδες, μετά τις καταστροφές του «Ιανού» κατευθύνθηκαν μόνο στην περιοχή της Καρδίτσας 240 εκατ. ευρώ. Από αυτά, μόνο το 3% πήγε για πραγματικά αντιπλημμυρικά έργα και το 97% διατέθηκε σε έργα αποκατάστασης οδοποιίας και «έργα βιτρίνας» με το μεγαλύτερο μέρος να καταλήγει, με διαδικασίες ανάθεσης στην πράξη -διαπραγμάτευση χωρίς διαγωνισμό- λόγω των συνθηκών έκτακτης ανάγκης, στην γνωστή «ΤΕΡΝΑ».

Να μην αφήσουμε να γίνει και σήμερα το ίδιο. Εκτός από τη δεδομένη συμπαράσταση και αλληλεγγύη στον αγώνα των κατοίκων στη Θεσσαλία, για να υπάρχει ζωή την «επόμενη μέρα», χρειάζεται να συγκρουστούμε με το σύστημα που γεννά την καταστροφή αλλά και όσους το υπηρετούν. Το πραγματικό δίλλημα είναι: «ή οι ζωές μας ή τα κέρδη τους».