..
Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου,
Ιστορικός Τέχνης, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο & Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων stellamouzak@yahoo.gr
..
Το διαχωριστικό σημείο που θέτει τα όρια ανάμεσα στην ελληνική ηθογραφία και τον Οριενταλισμό είναι δυσδιάκριτο, καθώς οι σκηνές καθημερινής ζωής και η παρουσίαση ηθογραφικών σκηνών με φυσικό διάκοσμο τις παραδοσιακές στολές και το πλαίσιο ζωής της υπαίθρου, αποτελούν κοινό τόπο και των δύο εννοιών και έχουν έντονο ανατολικό χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, ο όρος οριενταλισμός (orientalism) χρησιμοποιήθηκε το 1978 από τον Παλαιστίνιο διανοούμενο Έντουαρντ Σαΐντ στο ομώνυμο έργο του και αναφέρεται στο πώς η Δύση ανακάλυψε, κατέγραψε, περιέγραψε, όρισε, φαντάστηκε και, κατά μια έννοια, «επινόησε» την Ανατολή. Ο Σαΐντ αναλύει τη στάση της δυτικής διανόησης απέναντι στην Ανατολή και κυρίως τον αραβικό κόσμο, από την περίοδο του Διαφωτισμού έως σήμερα. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καλλιεργήθηκε συστηματικά στο πλατύ κοινό η εντύπωση της κατωτερότητας αυτών των λαών και πολιτισμών, προσφέροντας έτσι άλλοθι στις προσπάθειες της Δύσης να κυριαρχήσει επάνω τους.
..
Πρόκειται λοιπόν, για μια τάση εκλογίκευσης και νομιμοποίησης της αποικιοκρατίας και της νεοαποικιοκρατίας, μέσα από το χώρο της τέχνης, αλλά και των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών που ασχολούνται με λαούς και πολιτισμούς της Ασίας και ιδιαίτερα της Μέσης Ανατολής. Η τάση αυτή εκφράστηκε ιδιαίτερα στα έργα του 19ου αιώνα με την ωραιοποιημένη συνήθως απεικόνιση προσώπων και τοπίων της Ανατολής (κυρίως της Τουρκίας, του Ιράκ, του Ιράν, της Αραβικής χερσονήσου, της Αιγύπτου και της βόρειας Αφρικής) και καλλιέργησε στους Ευρωπαίους την εικόνα μιας φανταστικής και εξωτικής Ανατολής. Στο πλαίσιο αυτό, ο οριενταλισμός, στην τέχνη του 19ου αιώνα, ανήκει στην παθολογία του Ρομαντισμού και εκφράζει ένα βαθύτερο ενδιαφέρον στον εξωτισμό, στο παράδοξο και στη νοσταλγία της Ανατολής, η οποία αυξάνει τη φαντασία και πυροδοτεί το πάθος. Σημαντικότεροι εκφραστές της τάσης αυτής ήταν οι Ζαν Ογκίστ Ντομινίκ Ενγκρ, Εζέν Ντελακρουά, Ζαν-Λεόν Ζερόμ κ. ά.
..
Ο Εζέν Ντελακρουά (Εugene Delacroix), ο μεγαλύτερος Γάλλος ζωγράφος του Ρομαντισμού, ανήκε στην κατηγορία των μεγάλων επαναστατών που αναδύθηκαν από τη χώρα των επαναστάσεων. Γεννημένος στο Σαραντόν-Σαιν-Μωρίς το 1798, ήταν ένας περίπλοκος χαρακτήρας με πλατιές και ποικίλες συμπάθειες, σημαντικός πρωταγωνιστής της εικαστικής ζωής του Παρισιού, ο οποίος έγινε παράδειγμα για τους νεαρούς ζωγράφους που επέλεξαν να σπάσουν τους φραγμούς που έβαζε η Ακαδημία. Διέθετε δυνατή φαντασία, λεπτό πνεύμα και μια σπάνια και εύθικτη ευαισθησία που τον κατέστησαν ίσως το λιγότερο κατανοητό καλλιτέχνη του αιώνα του. Πίστευε πως στη ζωγραφική το χρώμα ήταν πολύ πιο σημαντικό από το σχέδιο και η φαντασία από τη γνώση. Είχε βαρεθεί τα λόγια θέματα που απαιτούσε η Ακαδημία από τους καλλιτέχνες, και το 1832 πήγε στη Βόρεια Αφρική για να μελετήσει τα λαμπερά χρώματα και τα εντυπωσιακά στολίδια του αραβικού κόσμου.
..
Ένας τύπος που διαμορφώνεται στη ζωγραφική του οριενταλισμού είναι η αισθησιακή γυμνή γυναικεία παρουσία, που συναντάται ως συνέπεια της υποτιμημένης πολιτισμικής προσέγγισης της Ανατολής και έρχεται σε αντιπαράθεση με τη γυναίκα της Δύσης, που στις συνειδήσεις των Ευρωπαίων ήταν προορισμένη να τεκνοποιεί, να ασχολείται με τα οικιακά και, ενίοτε, να εργάζεται. Τον αισθησιακό αυτό τύπο γυναίκας απεικονίζει ο Εζέν Ντελακρουά (1798-1863) στο έργο «Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου» (1828), εικ.1.
Εμπνευσμένος από την τραγωδία του Μπάυρον, ο πίνακας απεικονίζει το Σαρδανάπαλο, βασιλιά των Ασσυρίων, ο οποίος, όταν πολιορκήθηκε, διέταξε να σφαγιασθούν μπροστά του, αρχικά, όλο το χαρέμι του, στη συνέχεια όλοι οι ακόλουθοί του, και τέλος, ο ίδιος. Μια παροξυντική ατμόσφαιρα βίας, χλιδής και φιληδονίας κυριαρχούν στη σύνθεση, δίνοντας διαστάσεις οργίου σε αυτή τη σκηνή μαζικής σφαγής. Ο Σαρδανάπαλος ξαπλωμένος, φαίνεται να απολαμβάνει την αποκρουστική πράξη, ενώ γύρω του συντελείται μια μαζική δολοφονία γυμνών γυναικών. Οι όγκοι που συνθέτουν το έργο θυμίζουν σύννεφα καπνού, η διάταξη των χώρων είναι ασυνήθιστη, οι συμβατικοί κανόνες της προοπτικής αγνοούνται, η ανατομία παραβιάζεται εσκεμμένα, και η όποια αίσθηση σταθερότητας δεν προέρχεται από τα σαφή περιγράμματα και τη μορφοπλασία, αλλά από τις τολμηρές χρωματικές σχέσεις.
..
Ο πιο αυθεντικός Έλληνας οριενταλιστής είναι ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909). Επηρεασμένος από το δάσκαλό του Ζερόμ, ο Ράλλης πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα, το Άγιο Όρος, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη απ’ όπου θα αντλήσει θέματα για τις συνθέσεις του. Η οπτική του, φιλτραρισμένη μέσα από την ελληνική του καταγωγή, συμβάλλει στη βαθύτερη κατανόηση και ερμηνεία των θεματικών του επιλογών. Συχνά μάλιστα, ενδίδει και αυτός, όπως οι Γάλλοι ομότεχνοί του, στην οφθαλμολαγνία, όπως συμβαίνει στα έργα του «Κοπέλα στο λουτρό» (εικ.2),
«Τίγρης και τίγρη», «Κιρκασία στο Λουτρό», «Γυναίκα στην Τουρκία, καπνίζει», «Παλλακίδα που κοιμάται». Ο πίνακας με τίτλο «Η λεία» (1905), παρουσιάζει το εσωτερικό μιας εκκλησίας που έχει υποστεί βανδαλισμούς και μία πανέμορφη Ελληνίδα δεμένη ημίγυμνη επάνω σε έναν κίονα του ναού να κοιτά με τρόμο προς το θεατή, εκφράζοντας την αγωνία της για το τί πρόκειται να της συμβεί, (εικ.3).
..
Ο θεατής υποθέτει προς πρόκειται για καταστροφικό έργο αλλόθρησκων βαρβάρων επιδρομέων, που δεν ξέρουν να εκτιμούν τη σημαντικότητα των μνημείων και της θρησκευτικής κουλτούρας, ενώ ταυτόχρονα υποτιμούν τη γυναικεία ύπαρξη αντιμετωπίζοντάς την ως λεία-θήραμα για κάθε είδους «σαρκοβόρο ζώο». Μέσα από την εικαστική αυτή προσέγγιση αναδεικνύεται μια αφελής τάση του δημιουργού, που τείνει προς μια ρομαντική και ιδιαιτέρως εθνικιστική κοινοτοπία που συναντάται στο έργο πολλών ακαδημαϊκών ζωγράφων του 19ου αιώνα.