Ανακοίνωση εξέδωσε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 50 χρόνια της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο. Αναλυτικά, η ανακοίνωση έχει ως εξής:
Το ΚΚΕ εδώ και 50 χρόνια, από τότε που εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή, η οποία οδήγησε σε χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και εκτοπισμένους, καθώς και στη μέχρι σήμερα κατοχή του 37% της Κύπρου, επιμένει σταθερά να την καταδικάζει, να αναδεικνύει τον διεθνή χαρακτήρα του Κυπριακού, να εκφράζει τη διεθνιστική αλληλεγγύη στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα της Κύπρου, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, Αρμένιους, Μαρωνίτες ή Λατίνους.
Η μαύρη επέτειος των 50 χρόνων της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην Κύπρο δίνει τροφή για τη μελέτη εκείνων των ιστορικών γεγονότων, καθώς και για προβληματισμό που πρέπει να αναπτυχθεί στους λαούς γύρω από τον αρνητικό και επικίνδυνο ρόλο που έπαιξαν διαχρονικά και παίζουν έως σήμερα στην επίλυση του κυπριακού προβλήματος οι ΗΠΑ, η Βρετανία, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, και οι σχεδιασμοί που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των ανταγωνισμών ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου.
Έτσι, δεν πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός πως στα 1974 το Κυπριακό αποτελούσε ήδη ένα κουβάρι πολλών διαπλεκόμενων μεταξύ τους αντιθέσεων, με βαθιές ιστορικές ρίζες. Κομβικό σημείο αναφοράς στην τελευταία φάση όξυνσης των εν λόγω αντιθέσεων υπήρξαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου.
Με τις Συμφωνίες της Ζυρίχης (11/2/1959) και του Λονδίνου (19/2/1959) η Κύπρος υπαγόταν ουσιαστικά υπό τριμερή βρετανική – ελληνική – τουρκική συγκυριαρχία. Η ίδρυση του κυπριακού κράτους, ως προϊόν ενδοκαπιταλιστικών συμβιβασμών, με την παρουσία των βρετανικών βάσεων, στρατευμάτων τριών κρατών και τον διαχωρισμό στα τοπικά όργανα των Ελληνοκυπρίων από τους Τουρκοκύπριους, ουσιαστικά υπονόμευε από την αρχή την ενότητα της Κύπρου, δημιουργούσε δηλαδή προϋποθέσεις διχοτόμησης, ακόμη και διπλής ένωσης. Το περιεχόμενο των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με τις οποίες τρία κράτη γίνονταν εγγυητές της ανεξαρτησίας μιας άλλης χώρας, δεν μπορούσε να αποτελέσει έναν μόνιμο συμβιβασμό. Ετσι, μετά από μια ολιγόχρονη ανάπαυλα, ακολούθησε νέα φάση όξυνσης των εσωτερικών και εξωτερικών αντιθέσεων στην Κύπρο.
Το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η εισβολή του τουρκικού στρατού, που ακολούθησε, υπήρξαν η δραματική κορύφωση και κατάληξη της αλυσίδας των όσων προηγήθηκαν.
Κεντρική θέση στο πλέγμα των εν λόγω αντιθέσεων είχε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας για την αναβάθμιση του ρόλου τους στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο (η μία σε βάρος της άλλης). Η ύπαρξη στην Κύπρο δύο κοινοτήτων, της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής, αποτέλεσε την ιδανική βάση για την αιτιολόγηση και υλοποίηση των στόχων των δύο αντίπαλων αστικών τάξεων, με την εκατέρωθεν καλλιέργεια του ελληνικού εθνικισμού και του τουρκικού επεκτατισμού.
Από την άλλη ο βρετανικός ιμπεριαλισμός έβαλε τη σφραγίδα του στη μη έγκαιρη και ουσιαστική επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, δημιουργώντας το πλαίσιο για τις εκατέρωθεν επεμβάσεις και τον διαχωρισμό των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Ταυτόχρονα η Μεγάλη Βρετανία συνέχιζε να διατηρεί ισχυρά συμφέροντα, καθώς και δύο στρατιωτικές βάσεις στο νησί. Σε μια πορεία, στην ωμή παρεμβατικότητα της Μ. Βρετανίας προστέθηκε και η αντίστοιχη των ΗΠΑ.
Επίσης, η ελληνοκυπριακή αστική τάξη, μη επιθυμώντας να παρακολουθεί και να εξαρτά την πορεία της από τους υπολογισμούς και τις πρακτικές της εξωτερικής πολιτικής της ελληνικής αστικής τάξης (η οποία αρχικά χωρίς σταθερότητα τασσόταν υπέρ της ένωσης), προέκρινε όλο και περισσότερο τον στόχο της ανεξαρτησίας (από τον στόχο της ένωσης, τον οποίο τελικά απέρριψε εντελώς). Ως εκ τούτου, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 προστέθηκε στις ήδη υπάρχουσες αντιθέσεις και η αντίθεση Ελλάδας – Κύπρου.
Η προσφυγή της κυπριακής κυβέρνησης στη συνδρομή της Σοβιετικής Ένωσης δημιουργούσε δυνητικά και εξ αντικειμένου μια σφήνα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, σε μια περίοδο μάλιστα έντασης των αντιθέσεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και αλλεπάλληλων αραβοϊσραηλινών πολεμικών συγκρούσεων.
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό γιατί τα σχέδια που τέθηκαν στο τραπέζι οδηγούσαν αντικειμενικά και αναπόφευκτα στη διχοτόμηση της Κύπρου και κατ’ επέκταση στη διπλή ένωση των κυπριακών εδαφών με την Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα, που θα εξασφάλιζε και τη μετατροπή του «αβύθιστου αεροπλανοφόρου», δηλαδή της Κύπρου, σε ΝΑΤΟικό ορμητήριο στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ήδη από τη δεκαετία του ’60, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συγκρότησης θυλάκων και μεταφέρθηκαν Τουρκοκύπριοι σε συγκεκριμένες περιοχές, για τη διαμόρφωση εδαφικής τουρκοκυπριακής ζώνης.
Μέσα στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η δικτατορία των συνταγματαρχών τάχθηκε αρχικά υπέρ μιας δυναμικής και σύντομης επίλυσης του Κυπριακού μέσω της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, με ή χωρίς εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία, στη βάση της μη δεσμευτικής συμφωνίας των υπουργών Εξωτερικών των δύο κρατών (1966). Ο ηγετικός κύκλος της δικτατορίας έκρινε ότι η συγκεκριμένη πρόταση εξασφάλιζε και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, αφού ουσιαστικά θα μετέτρεπε την Κύπρο σε ΝΑΤΟικό έδαφος. Ωστόσο, μετά τη σφοδρή αντίδραση του τουρκικού κράτους, την απειλή πολεμικής σύγκρουσης και την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ, στα ηγετικά της κλιμάκια αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές τάσεις: Την πρώτη εξέφραζε κυρίως ο Παπαδόπουλος και αποτελούσε συνέχεια της πολιτικής των προδικτατορικών αστικών κυβερνήσεων, ενώ υπέρ μιας δυναμικής επίλυσης συνέχισε να τάσσεται μια ομάδα πραξικοπηματιών γύρω από τον Ιωαννίδη. Υστερα από την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη, το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου και τον διορισμό του χουντικού Σαμψών ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δόθηκε η ιδανική αφορμή για την επέμβαση της Τουρκίας. Οι τουρκικές επιδιώξεις για την Κύπρο ολοκληρώθηκαν με την εισβολή και κατοχή, με τον «Αττίλα 1» και τον «Αττίλα 2», τον Ιούλη και τον Αύγουστο του 1974 αντίστοιχα.
Μετά την εισβολή, το τουρκικό κράτος δούλεψε συστηματικά για να περάσει η θέση της Δικοινοτικής – Διζωνικής Ομοσπονδίας και πέτυχε να περιληφθεί η θέση αυτή – ως συμβιβασμός – στα υλικά των συνομιλιών, ως βάση εκ μέρους του, για διχοτομική, συνομοσπονδιακή λύση, δύο κρατών.
Το 1983 ανακηρύχθηκε η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» και το ψευδοκράτος αξιοποιήθηκε και πάλι για τη δημιουργία τετελεσμένων.
Στην πράξη, αποδεικνύεται πως μια θέση τακτικής, ένας «έσχατος συμβιβασμός» της ελληνοκυπριακής πλευράς, που οδήγησε στη θέση της Δικοινοτικής – Διζωνικής Ομοσπονδίας, μετατράπηκε στη συνέχεια σε θέση αρχής και θεμέλιο της λύσης για το Κυπριακό.
Σε αυτά τα 50 χρόνια επιδιώχθηκε από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της τουρκικής εισβολής και κατοχής, με εμβληματικό ορόσημο το «σχέδιο Ανάν» πριν 20 χρόνια.
Το ΚΚΕ ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη στην Ελλάδα που καταδίκασε αποφασιστικά και καθαρά το συνομοσπονδιακό, διχοτομικό «σχέδιο Ανάν» και στήριξε το ΟΧΙ του κυπριακού λαού στο σχετικό δημοψήφισμα τον Απρίλη του 2004. Σχέδιο που δεν ήταν ούτε δίκαιο ούτε βιώσιμο, και η προώθησή του ενέπλεκε τους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας σε νέες περιπέτειες. Το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα στο ελληνικό Κοινοβούλιο που οργάνωσε κινητοποίηση κατά του σχεδίου αυτού και κάτω από τη δική του πίεση αποτράπηκε κοινό ανακοινωθέν υπέρ του «σχεδίου Ανάν» στη σύσκεψη υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Σήμερα, εξετάζοντας τις εξελίξεις με κριτήριο τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα βλέπουμε να ανακυκλώνονται επικίνδυνες θέσεις, που διαιωνίζουν τις συνέπειες της εισβολής – κατοχής και προωθούν τη διχοτόμηση της Κύπρου, με την προσέγγιση των «δύο συνιστώντων κρατών», που συνιστούν συνομοσπονδιακή, διχοτομική λύση.
Επιπλέον, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως οι σχεδιασμοί αυτοί έχουν ως στόχο να αξιοποιηθεί η γεωστρατηγική θέση της Κύπρου στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με τη Ρωσία, στις συνθήκες της όξυνσης των γενικότερων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που έχουν εκδηλωθεί στην περιοχή μας, στην οποία μαίνονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στην Ουκρανία και σε Μέση Ανατολή – Ερυθρά Θάλασσα και έχει εκδηλωθεί η επιχείρηση γενοκτονίας του Παλαιστινιακού λαού από το κατοχικό κράτος του Ισραήλ στη Γάζα.
Το έδαφος πάνω στο οποίο στηρίζεται η θέση του ΚΚΕ είναι τα ενιαία συμφέροντα του εργαζόμενου λαού όλης της Κύπρου, η αναγκαιότητα συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της Κύπρου, της Τουρκίας και της Ελλάδας, η αντιμετώπιση του καθεστώτος που προκάλεσε η εισβολή – κατοχή από τη σκοπιά της ταξικής πάλης, στην προοπτική της απελευθέρωσης από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Συγκεκριμένα, η θέση του ΚΚΕ για το κυπριακό πρόβλημα καθορίζεται από τους ακόλουθους άξονες:
Το κυπριακό πρόβλημα είναι διεθνές πρόβλημα, εισβολής και κατοχής του βορείου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία. Εχει τη σφραγίδα της επέμβασης του ΝΑΤΟ και των γενικότερων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στην περιοχή. Ο διεθνής χαρακτήρας προκύπτει και από τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Τασσόμαστε υπέρ της αποχώρησης των κατοχικών και όλων των άλλων ξένων στρατιωτικών δυνάμεων από την Κύπρο και γενικότερα υποστηρίζουμε την εξάλειψη των συνεπειών της τουρκικής κατοχής, το σταμάτημα του εποικισμού, το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους και την αποχώρηση εποίκων, παίρνοντας υπόψη κοινωνικά, ανθρωπιστικά κριτήρια.
Υποστηρίζουμε το κλείσιμο των βρετανικών βάσεων και την κατάργηση του καθεστώτος που απολαμβάνουν τόσα χρόνια.
- Το ΚΚΕ θεωρεί πως η πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να κατευθύνεται στον στόχο για μια Κύπρο στην οποία αφέντης θα είναι ο λαός της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, Αρμένιοι, Λατίνοι και Μαρωνίτες. Μια Κύπρος Ενιαία, Ανεξάρτητη, με Μία και Μόνη Κυριαρχία, μία Ιθαγένεια και Διεθνή Προσωπικότητα, χωρίς ξένες βάσεις και στρατεύματα, χωρίς ξένους εγγυητές και προστάτες.
- Για το ΚΚΕ, Κύπρος Ενιαία σημαίνει:
— Ενιαία Κρατική Συγκρότηση: Ενα κράτος και όχι δύο κράτη.
— Δικαίωμα στην ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση και διαμονή εργατικών – λαϊκών οικογενειών σε όλες τις περιοχές του Νησιού, χωρίς όρους και δεσμεύσεις, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για Τουρκοκύπριους, Ελληνοκύπριους, Αρμένιους, Μαρωνίτες ή Λατίνους.
— Εξασφάλιση των εργασιακών, ασφαλιστικών, κοινωνικών δικαιωμάτων χωρίς διακρίσεις. Σεβασμός στο δικαίωμα να μιλούν τη γλώσσα τους, να μορφώνονται τα παιδιά τους. Σεβασμός στις θρησκευτικές επιλογές και πολιτιστικές παραδόσεις.
- Στη βάση αυτή, η θέση του ΚΚΕ για Κύπρο Ενιαία αντιπαλεύει τον εθνικισμό και την γκετοποίηση, που προκαλούν η «διζωνικότητα» και τα δύο «συνιστώντα κράτη», και εκφράζει την αναγκαιότητα της ενιαίας οργάνωσης και της κοινής πάλης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων της Κύπρου, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Αρμενίων, Λατίνων και Μαρωνιτών, ενάντια στην αστική τάξη, ενάντια στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ.
Η σύγκρουση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση και η αντιμετώπιση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, η διεκδίκηση στόχων πάλης που υπηρετούν τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, πολύ περισσότερο σήμερα στις σύνθετες συνθήκες των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των ιμπεριαλιστικών πολέμων στην περιοχή μας, απαιτούν αξιοποίηση της πείρας που έχει συγκεντρωθεί, ενίσχυση του προλεταριακού διεθνισμού και του συντονισμού της πάλης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και των άλλων χωρών της περιοχής.
Συνολικά, η κοινή συντονισμένη πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, στην Κύπρο, στην Τουρκία και άλλων λαών της περιοχής πρέπει να κατευθύνεται ενάντια στα μονοπώλια και στο εκμεταλλευτικό σύστημα, για την εργατική – λαϊκή εξουσία και την κοινωνικοποίηση του πλούτου τους, για την αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, τη διαμόρφωση των συνθηκών για διεθνείς σχέσεις που θα στηρίζονται στο αμοιβαίο όφελος.