Ένα σχόλιο, ένα ερώτημα και μία πρόταση για την απόφαση του ΣτΕ για τον νόμο Θεοδωρικάκου
Από τη Δράση για μια άλλη πόλη των Βριλησσίων
Στις 2 Δεκεμβρίου δημοσιεύθηκε η 2377/2022 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ με την οποία κρίθηκαν οριστικά και αμετάκλητα, αντισυνταγματικές οι κυβερνητικές ρυθμίσεις που αφορούν τον τρόπο συγκρότησης των Οικονομικών Επιτροπών και την μεταβίβαση σε αυτές και στις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής, σημαντικών αρμοδιοτήτων από τα Δημοτικά Συμβούλια Δήμων και Περιφερειών. Οι ρυθμίσεις αυτές έγιναν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση Μητσοτάκη και έγιναν γνωστές ως «νόμος Θεοδωρικάκου», (τότε υπ. Εσωτερικών), συμπληρώθηκε δε στη συνέχεια, από τα νομοθετήματα του νέου υπουργού Βορίδη. Σκοπός, να εξασφαλιστεί η «κυβερνησιμότητα», η δυνατότητα δηλαδή του εκάστοτε δημάρχου και της παράταξης του να διοικούν και χωρίς να διαθέτουν την πλειοψηφία στο Δ.Σ., όπως συχνά αυτή την περίοδο συμβαίνει, λόγω απλής αναλογικής.
Έτσι, συγκροτήθηκαν στους ΟΤΑ Οικονομικές Επιτροπές και η Επιτροπές Ποιότητας Ζωής, με νομοθετικά διασφαλισμένη πλειοψηφία υπέρ των διοικήσεων, καθιστώντας διακοσμητική τη συμμετοχή των άλλων παρατάξεων, τόσο στη συζήτηση όσο και στη λήψη αποφάσεων. Μάλιστα, εκ του νόμου, οι αποφάσεις των Επιτροπών που είχαν παρθεί μόνο με την ψήφο της πλειοψηφίας των μελών τους, θεωρούνται «ομόφωνες»! Στην πραγματικότητα ο νόμος Θεοδωρικάκου εγκατέστησε στην αυτοδιοίκηση μια ρύθμιση – παραβίαση της δημοκρατίας, της, εκφρασμένης με την ψήφο τους, βούλησης των δημοτών και της ισονομίας των πολιτών. Εν μία νυκτί και με ένα νόμο οι μειοψηφίες μετατράπηκαν σε πλειοψηφίες και οι δημότες σε ανισότιμους πολίτες, αφού επί της ουσίας μετρούσαν οι ψήφοι μόνον εκείνων που είχαν ψηφίσει τη «σωστή» παράταξη, αυτή δηλαδή της δημοτικής αρχής.
Έτσι, οι αποφάσεις λαμβάνονταν από τους λίγους (στο παράδειγμα των Βριλησσίων από τους 10 στους 33 συμβούλους) και μάλιστα «ομόφωνα». Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια, ότι πρέπει οι δήμοι να καταλήξουν «ακυβέρνητοι». Αλλά απάντηση στην «ακυβερνησία» δεν είναι να δώσεις τη δυνατότητα στις μειοψηφίες να ελέγχουν ολοκληρωτικά τον δήμο. Απάντηση είναι να ευνοηθεί η προσπάθεια συνεννόησης μεταξύ των παρατάξεων, όχι υπόγεια ή με αδιαφάνεια, αλλά ως αποτέλεσμα ουσιαστικής συζήτησης και της επιδίωξης να λαμβάνονται αποφάσεις με κριτήριο το συμφέρον των δημοτών.
Εκτός των άλλων, με τις ρυθμίσεις Θεοδωρικάκου, χάθηκε η δυνατότητα καλλιέργειας μιας κουλτούρας διαλόγου στα δημοτικά συμβούλια, των οποίων η σημασία έχει υποβαθμιστεί στο έπακρο, αφού σε αυτά τίποτα ουσιαστικά δεν «παίζεται» ούτε και συζητιέται. Τέλος, το ζήτημα έχει ακόμη μια (σημαντική) συνέπεια: Αδύναμα δημοτικά συμβούλια σημαίνει ασθενική εκπροσώπηση, περισσότερη κομματοκρατία και λιγότερη αναφορά στην τοπική κοινωνία. Στα Βριλήσσια αυτό έχει ήδη συντελεστεί. Ολοένα και λιγότεροι δημότες ενδιαφέρονται για τις τοπικές λειτουργίες, ολοένα και περισσότερο η «τοπικότητα» και η κοινωνικότητα χάνονται και η διαχείριση των τοπικών υποθέσεων εγκλωβίζεται στις επιλογές του πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Με βάση τα παραπάνω και θεωρώντας ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αναγνωρίζει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ότι οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις παραβιάζουν το Σύνταγμα, ρωτάμε τη διοίκηση Μανιατογιάννη πώς και εάν προτίθεται να αποκαταστήσει τη θεσμική νομιμότητα στη λειτουργία του Δ.Σ., της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής ή θα συνεχίσει να λειτουργεί αγνοώντας το Σύνταγμα.
Από την πλευρά μας προτείνουμε:
1. Οι αρμοδιότητες που σήμερα έχουν μεταβιβαστεί και ασκούνται από την Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής να επιστρέψουν στο Δημοτικό Συμβούλιο στο οποίο ανήκουν σύμφωνα με τους νόμους και το Σύνταγμα της χώρας. Και το Σύνταγμα είναι πάνω από νόμους σκοπιμότητας όπως αυτοί των Θεοδωρικάκου-Βορίδη.
2. Να γίνει επανασυγκρότηση των Επιτροπών, σύμφωνα με την ψήφο των δημοτών.
3. Να επανεξεταστούν οι σημαντικές αποφάσεις για τις οποίες το Δημοτικό Συμβούλιο έχει εκφράσει διαφορετική άποψη από αυτήν των Επιτροπών.