Σωκράτης: Ένας αιώνιος μάρτυρας της ελεύθερης σκέψης (Απολογία και Δίκη) - EKFRASI.net

Σωκράτης: Ένας αιώνιος μάρτυρας της ελεύθερης σκέψης (Απολογία και Δίκη)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Θωμόπουλος

Στις κοινωνίες πολλές φορές παρατηρείται το φαινόμενο, η Δικαιοσύνη να μην εξυπηρετεί τους εγγενώς ευγενείς σκοπούς της, αλλά τις ανάγκες και τα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Αυτό συμβαίνει, όταν η απονομή της δεν αποσκοπεί πλέον στην εφαρμογή των νόμων, στην προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, στην επιβολή ποινών και κυρώσεων στους παραβάτες, στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης. Αντιθέτως, χρησιμοποιείται από τους πολιτικούς ταγούς είτε ως εργαλείο για τη συγκάλυψη της διαφθοράς τους, είτε ως μέσο για την επέκταση κι επαλήθευση της ισχύος τους επί των διοικουμένων. Κατά συνέπεια, όταν η Δικαιοσύνη αποτυγχάνει, η εξουσία γίνεται ανεξέλεγκτη κι ανελέητη, η κοινωνία ασθενεί και καθίσταται έρμαιο όσων την επιβουλεύονται. Θύμα αυτού του φαινομένου στη δική του βέβαια εποχή, δηλαδή το 399π.Χ., έπεσε και ο κατά γενική ομολογία ιδρυτής της Δυτικής Φιλοσοφίας και θεμελιωτής της Ηθικής, Σωκράτης, όταν η Αθηναϊκή Πολιτεία επέλεξε μέσω μίας δίκης «παρωδίας», να τον καταδικάσει σε θάνατο.               

            Πώς είναι δυνατόν θα αναρωτηθεί κανείς, η μεγάλη νικηφόρα πόλη των Περσικών πολέμων, η Αθήνα του χρυσού αιώνα του Περικλή, με τα θέατρα, τους κωμωδιογράφους και τους τραγικούς ποιητές, τους πεφωτισμένους σοφιστές και τον λαμπρό Παρθενώνα, να θανάτωσε αυτόν τον άνθρωπο του πνεύματος; Ο Αθηναϊκός λαός, ο οποίος ίσως είχε το υψηλότερο ποιοτικό κριτήριο και μορφωτικό επίπεδο στην παγκόσμια ιστορία, ήταν οργανωμένος δημοκρατικά, παρακολουθούσε θεατρικές παραστάσεις και αποφάσιζε δια της ψήφου για την καλύτερη, δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το έργο και να αναγνωρίσει έστω ένα ψήγμα από το ποιόν και τη σοφία του μεγάλου αυτού δασκάλου; Ποιον έβλαψε και με ποιον τρόπο ο 70χρονος τότε Σωκράτης, ώστε τον έσυραν στο δικαστήριο και με ποια κατηγορία; Ποια εγκλήματα καταλόγισαν στο πρόσωπό του οι δικαστές του και γιατί επέλεξαν να τον τιμωρήσουν με την ποινή του θανάτου; Για να απαντήσει κανείς σε αυτά τα ερωτήματα, οφείλει καταρχήν να μελετήσει τα γεγονότα και να κατανοήσει τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα.  

            Μετά την επικράτηση των ελληνικών πόλεων-κρατών έναντι της Περσικής Αυτοκρατορίας κατά τους Περσικούς πολέμους, η Αθήνα, ως ηγέτιδα αυτής της προσπάθειας, κατόρθωσε να αποκτήσει την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία στον ελλαδικό χώρο και να φτάσει στο απόγειο της δόξας της. Σύντομα όμως θα έχανε αυτήν την πρωτοκαθεδρία λόγω της εσωτερικής της πολιτικής παρακμής και της εμπλοκής της στις διαμάχες και στις υποθέσεις άλλων πόλεων-κρατών με σκοπό τη διατήρηση της υπεροχής της. Αυτά τα γεγονότα έφεραν την Αθήνα σε σφοδρή αντιπαράθεση με την Σπάρτη και την οδήγησαν σε έναν δύσκολο, μακροχρόνιο και καταστροφικό πόλεμο, τον λεγόμενο Πελοποννησιακό, ο οποίος στη συνέχεια προκάλεσε περισσότερα δεινά στην πόλη και από τον οποίο τελικά δεν θα κατάφερνε ποτέ να ανακάμψει πλήρως. Σε πολιτικό επίπεδο, οι μεταρρυθμίσεις δύο ισχυρών ανδρών της Αθηναϊκής πολιτικής, αφενός του Εφιάλτη του Αθηναίου, ο οποίος υπήρξε πολιτικός μέντορας του Περικλή αφετέρου του ιδίου του Περικλή, άνοιξαν τον δρόμο για τον πολιτικό εκφυλισμό της Αθήνας. Ειδικότερα, ο Εφιάλτης αγωνίστηκε για τον περιορισμό των εξουσιών και τη μείωση του γοήτρου του Αρείου Πάγου, οργάνου της Αθηναϊκής Πολιτείας, το οποίο σύμφωνα με τα τωρινά δεδομένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα είδος «συνταγματικού δικαστηρίου», το οποίο ήλεγχε τη «συνταγματικότητα» των νόμων της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή την ορθότητα και τη νομιμότητα των αποφάσεων-ψηφισμάτων της συνέλευσης των πολιτών. Μέλη του Αρείου Πάγου ήταν οι Αθηναίοι πολίτες που στο παρελθόν είχαν διατελέσει άρχοντες (ανώτατο αξίωμα), οι οποίοι κατά κανόνα ήταν αριστοκράτες, δηλαδή κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης. Γι’ αυτό τον λόγο το όργανο αυτό αποκαλούταν και «συμβούλιο των ευγενών» και λειτουργούσε ως αντίβαρο στην Εκκλησία του Δήμου, όπου δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου είχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες ανεξαιρέτως. Ως εκ τούτου, ο Άρειος Πάγος χαρακτηρίστηκε από τους πολέμιούς του, ως οπισθοδρομικό-αριστοκρατικό κατάλοιπο μιας παλαιότερης εποχής. Με πρωτοβουλία δε του Εφιάλτη ψηφίστηκε νόμος στην Εκκλησία του Δήμου, ο οποίος αφαιρούσε από τον Άρειο Πάγο σχεδόν όλες του τις δικαστικές κι εκτελεστικές αρμοδιότητες, οι οποίες περνούσαν στα χέρια πρωτίστως της Εκκλησίας του Δήμου αλλά και ορισμένων λαϊκών δικαστηρίων, όπως η Ηλιαία. Αυτό είχε ως συνέπεια να απωλέσει ο Άρειος Πάγος το ρόλο του φύλακα, εγγυητή και ρυθμιστή του πολιτεύματος και να καταστεί η Εκκλησία του Δήμου το ανώτατο και απόλυτα κυρίαρχο όργανο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας με δύναμη ανέλεγκτη κι απεριόριστη, γεγονός που αλλοίωσε τα θεμέλια του πολιτεύματος κι αργότερα συνέβαλε στη δολοφονία του Εφιάλτη από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

            Ως διάδοχος του Εφιάλτη μετά το θάνατό του, αναδείχθηκε ο Περικλής, ο οποίος όντας χαρισματικός και διορατικός, σύντομα έγινε δημοφιλής στο λαό και κατέστη πρωταγωνιστής της Αθηναϊκής πολιτικής σκηνής. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του η Αθήνα γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της, γι’ αυτό και η περίοδος εκείνη χαρακτηρίστηκε ως «Χρυσός αιώνας του Περικλέους» και ο ίδιος ως «Πρώτος πολίτης των Αθηνών». Υπό την ηγεσία του, άνθισαν οι τέχνες και οι επιστήμες και κατασκευάστηκαν τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης. Ακολουθώντας τα χνάρια του πολιτικού του μέντορα, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας πρότεινε ολοένα και πιο ριζοσπαστικούς νόμους με σκοπό την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι μεταρρυθμίσεις του είχαν ως στόχο να καταστήσουν τα δημόσια αξιώματα προσιτά σε όλους τους Αθηναίους πολίτες, κυρίως στους φτωχότερους εξ αυτών και για να το πετύχει αυτό, τους έδωσε κίνητρο υπό τη μορφή μισθού-χρηματικής αποζημίωσης, ώστε να συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων. Ο Περικλής, προκειμένου να εφαρμόσει το πολιτικό του πρόγραμμα και να κάνει πραγματικότητα το όραμα, μιας θαλασσοκράτειρας και κοσμοκράτειρας Αθήνας, χρειαζόταν χρήματα, τα οποία όμως η Αθηναϊκή οικονομία και το εμπόριο δεν ήταν σε θέση να καλύψουν. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποίησε τα χρήματα των Συμμάχων και μετέφερε το συμμαχικό ταμείο της Δήλου στην Αθήνα. Η εξέλιξη αυτή δυσαρέστησε έντονα τους Συμμάχους, οδήγησε πολλούς από αυτούς σταδιακά στο να επαναστατήσουν και να αποχωρήσουν από τη Συμμαχία, αναζητώντας τη στήριξη της Σπάρτης ενάντια στις επεκτατικές βλέψεις και αιματηρές αντιδράσεις των Αθηναίων. Η πρακτική αυτή έβαλε σε τροχιά σύγκρουσης τις δύο μεγάλες δυνάμεις της αρχαιότητας (Αθήνα-Σπάρτη) και εν τέλει αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα του Πελοποννησιακού πολέμου. Στα σχέδια του Περικλή και στο όραμά του για την πόλη, έβαλε τέλος ο αναπάντεχος θάνατός του από τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα, 2 χρόνια μετά την επίσημη έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, το 429 π.Χ. Τα φιλολαϊκά μέτρα κι ο εκδημοκρατισμός του πολιτεύματος που έλαβαν χώρα, όσο ο Περικλής ήταν κύριος της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, λειτούργησαν μόνο όσο αυτός ήταν εν ζωή και κατείχε την εξουσία. Οι μεταρρυθμίσεις του μπορεί να βοήθησαν το λαό και να ενίσχυσαν τη θέση του, διάβρωσαν όμως το κράτος και τους θεσμούς καθιστώντας τα ευάλωτα στην παραμικρή πολιτική αναταραχή. Στην πραγματικότητα έθεσε τα θεμέλια πάνω στα οποία θα πατούσαν οι πολύ υποδεέστεροι πολιτικοί του διάδοχοι, που ως αποκλειστικό σκοπό είχαν την κατάληψη της εξουσίας με κάθε μέσο. Κατά συνέπεια, ο θεσμός των μισθών για τα δημόσια αξιώματα, σύντομα μετάλλαξε το πολίτευμα και συνέβαλε στη δημιουργία μίας «επί χρήμασι δημοκρατίας του όχλου» κι ενός «αδηφάγου μηχανισμού διαφθοράς», αποτελούμενο από «επαγγελματίες πολίτες», οι οποίοι στην ουσία συνιστούσαν έναν εύκολα χειραγωγούμενο «κομματικό στρατό», συντηρούμενο οικονομικά από το κράτος. Με αυτόν τον τρόπο, ο Περικλής μετά το θάνατό του, άνοιξε την κερκόπορτα για την είσοδο και την ανάδειξη τυχοδιωκτών και καιροσκόπων πολιτικών, γνωστών και ως δημαγωγών, οι οποίοι λόγω της αβεβαιότητας και ανασφάλειας που επικρατούσε, εκμεταλλεύτηκαν τις συγκυρίες, για να ανέλθουν στην εξουσία και οδήγησαν τελικά την Αθήνα στην πολιτική παρακμή, την πολεμική ήττα και τον εμφύλιο σπαραγμό. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν 30 χρόνια (431-404 π.Χ.), έληξε ένα χρόνο μετά την πανωλεθρία των Αθηναίων στην μάχη στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.), η οποία τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν. Οι Σπαρτιάτες έβαλαν οριστικά τέλος στην Αθηναϊκή ηγεμονία και επέβαλλαν στην πόλη των Αθηναίων ένα αυστηρό ολιγαρχικό πολίτευμα, για να την εποπτεύουν, το οποίο έμεινε γνωστό στην ιστορία ως το καθεστώς τον «Τριάκοντα τυράννων». Το καθεστώς αυτό, το οποίο βασίστηκε στη βία και την τρομοκρατία, ήταν ιδιαίτερα αδίστακτο κι αιμοσταγές και ως εκ τούτου βραχύβιο (8 μήνες). Συγκεκριμένα, εγκαθιδρύθηκε παρά την αντίθετη λαϊκή βούληση, εξαπέλυσε διωγμούς κι επέβαλε εξορίες στους αντιφρονούντες και το κυριότερο, επιδόθηκε σε αθρόες δολοφονίες και κλεψιές, μέσω της σύλληψης πολιτών και της δήμευσης των περιουσιών τους. Κατά συνέπεια, το 403π.Χ. η ολιγαρχία των τριάκοντα τυράννων καταλύθηκε βίαια, ύστερα από έναν σύντομο εμφύλιο πόλεμο και μία σειρά αποφασιστικών μαχών μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών εντός κι εκτός της πόλης, από τις οποίες κερδισμένοι αναδείχθηκαν οι τελευταίοι. Η Αθήνα, μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τη σκληρή τυραννία των τριάκοντα και την επαναφορά του παλαιού πολιτεύματος από τους δημοκρατικούς, ήταν μία πόλη ταπεινωμένη, πλήρως κατεστραμμένη, δίχως δομές, άμυνα-στόλο και χωρίς οικονομία. Ο Σωκράτης, λοιπόν κυνηγήθηκε και τελικά δικάστηκε από την πληγωμένη μεταπολεμική Αθήνα, λίγα χρόνια μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας σε ένα τεταμένο κλίμα θεσμικής παρακμής και πολιτικής αστάθειας, εμποτισμένο από τα εμφύλια πάθη και τις τάσεις αντεκδίκησης του νέου πολιτικού καθεστώτος, το οποίο πάσχιζε αφενός να αναστηλώσει την πόλη αφετέρου να διατηρήσει στα χέρια του την εξουσία.

            Ο Σωκράτης επέλεξε να αφιερώσει τη ζωή του στην αναζήτηση της σοφίας και στην προσπάθεια γνώσης της αλήθειας, γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκε φιλόσοφος (αυτός που επιθυμεί κι επιδιώκει τη σοφία). Για να φέρει εις πέρας όμως αυτό το εγχείρημα, έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με τις κρατούσες ιδέες-συνήθειες της αθηναϊκής κοινωνίας, τους κύριους θεσμούς της και να αναμετρηθεί με την «πνευματική ηγεσία» της εποχής του. Έτσι, προσποιούμενος συχνά άγνοια («σωκρατική άγνοια-ειρωνεία»), συνήθιζε να συζητά δημόσια με όλους όσους ισχυρίζονταν ότι ήταν σοφοί και κατείχαν τη γνώση, με σκοπό να τους ελέγξει και να αποδείξει στην πορεία, ότι εκείνοι ήταν στην πραγματικότητα οι ανίδεοι, κάτι το οποίο κατάφερνε με μεγάλη επιτυχία, ντροπιάζοντάς τους. Η ασχολία του αυτή, τον έκανε μισητό σε μία μεγάλη μερίδα της αθηναϊκής κοινωνίας, καθώς ο ίδιος δε δίστασε ποτέ να συνομιλήσει με κανέναν για οποιοδήποτε ζήτημα και όλοι μηδενός εξαιρουμένου βρέθηκαν στο στόχαστρό του (ποιητές, σοφιστές, πολιτικοί, τεχνίτες, έμποροι κ.ά.). Επίσης, προέτρεπε τους συμπολίτες του να αμφισβητούν τους πάντες και τα πάντα, να ασκούν δριμύτατη κριτική στην πολιτεία και στους εκπροσώπους της, κυρίως όμως να ελέγχουν τον εαυτό τους και να φροντίζουν με αυτόν τον τρόπο για το καλό της ψυχής τους. Για τον Σωκράτη το μέσο για να τα πετύχουν αυτά ήταν η Γνώση, την οποία θεωρούσε το σπουδαιότερο αγαθό που όφειλε να αποκτήσει ο άνθρωπος για μία καλύτερη-ποιοτική ζωή και συνάμα το ισχυρότερο όπλο, ώστε να προστατέψει την ψυχή του, δηλαδή τον χαρακτήρα του και την σκέψη του, από την φθορά και τη φαυλότητα. Ως Γνώση εννοούσε τη συνεχή μόρφωση του ανθρώπου με στόχο τη συνολική καλλιέργεια της προσωπικότητάς του, ιδίως την πνευματική και ηθική ανάπτυξη (Παιδεία) (όχι τη στοιχειώδη τεχνική κατάρτιση- εκπαίδευση). Για εκείνον όλες οι αρετές ήταν ζήτημα γνώσης καθώς συνιστούσαν διαφορετικές εκφάνσεις της, ως εκ τούτου εκείνος που δεν ήταν ενάρετος απλώς υπολειπόταν σε γνώση. Επιπλέον, πίστευε πως η γνώση δεν ήταν δυνατό να μεταβιβαστεί από τον έναν άνθρωπο στον άλλον, μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω του διαλόγου, της συζήτησης και της αναζήτησης («σωκρατική-μαιευτική μέθοδος»), άρα ήταν ζήτημα κοινωνικό-συλλογικό (κοινωνική παιδεία- όλοι μαθαίνουν από όλους). Θεωρούσε ακόμη, ότι η διαμόρφωση του ανθρώπου είναι μία διαδικασία που διαρκεί όσο η ζωή του (δια βίου μάθηση), γι’ αυτό η  απόκτηση της γνώσης ως ο μοναδικός τρόπος για την επίτευξη του σκοπού αυτού, όφειλε να αποτελεί κύριο μέλημά του. Ειδικότερα, ισχυριζόταν ότι, ακριβώς επειδή κανένας άνθρωπος δε μπορούσε να φτάσει τη σοφία και τη γνώση απόλυτα, η αναζήτησή τους συνιστούσε το βέλτιστο που μπορούσε να πράξει, υπαινισσόμενος ότι η απόκτηση περιουσίας, το κυνήγι της δόξας και τα δημόσια αξιώματα συνιστούσαν επιδιώξεις κατώτερου κύρους-μικρότερης σπουδαιότητας. Συμπερασματικά, η δίκη του Σωκράτη ήταν μία κατεξοχήν πολιτική δίκη, διότι στην πραγματικότητα δε δικάστηκε ο ίδιος αλλά η σκέψη του. Ο Σωκράτης λοιπόν, ο οποίος δεν άλλαξε ποτέ στάση καθ’ όλη την διάρκεια της ζωής του, πράγματι, μέσω της διδασκαλίας του στάθηκε εμπόδιο στους πολιτικούς της εποχής του, τόσο δημοκρατικούς όσο και ολιγαρχικούς, καθώς οι ιδέες που κήρυττε, όπως η παιδεία, η κριτική κι αυτοκριτική, δε συμφέρουν κανένα πολιτικό καθεστώς σε καμία εποχή.                        

            Οι κατήγοροι του Σωκράτη, για τους οποίους γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα ήταν τρεις, ο ποιητής Μέλητος, ο ρήτορας Λύκων κι ο πλούσιος βυρσοδέψης (ιδιοκτήτης βιοτεχνίας που επεξεργάζεται δέρματα) και πολιτικός Άνυτος. Καθένας από αυτούς κυνήγησε το Σωκράτη εκπροσωπώντας ουσιαστικά την ευρύτερη κοινωνική-επαγγελματική ομάδα στην οποία ανήκε και την οποία το κήρυγμα του φιλοσόφου είχε δυσαρεστήσει-προσβάλλει. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Σωκράτη, πως η απέχθεια προς το πρόσωπό του, το μίσος και η συκοφαντία ήταν αυτά που τελικά τον οδήγησαν στο δικαστήριο κι όχι το κατηγορητήριο. Έτσι, το 399π.Χ. ο Σωκράτης βρέθηκε ενώπιον της Ηλιαίας, του λαϊκού δικαστηρίου της Αθήνας, προκειμένου να λογοδοτήσει σε ένα σώμα δικαστών, αποτελούμενο από 501 ενόρκους Αθηναίους συμπολίτες του εκλεγμένων με κλήρωση. Η κατηγορία που του απαγγέλθηκε ήταν αυτή της ασέβειας προς τους θεούς και η προβλεπόμενη ποινή ,ο θάνατος. Συγκεκριμένα, η κατηγορία περί ασέβειας αποτελούταν από τρία σκέλη, δηλαδή τρεις επιμέρους κατηγορίες: 1) ο Σωκράτης δεν πιστεύει-σέβεται τους θεούς της πόλης, άρα αρνείται την επίσημη κρατική θρησκεία 2) Πιστεύει σε δικούς του πλασματικούς και ψευδείς θεούς, εισάγει δηλαδή νέες θεότητες και λατρείες, άρα νέα θρησκεία (καινά δαιμόνια), 3) Με τη διδασκαλία του διαφθείρει τους νέους και τους παρασύρει σε ιδέες που βλάπτουν την πόλη. Επειδή ωστόσο, το αδίκημα της ασέβειας δεν οριζόταν με σαφήνεια στους νόμους των Αθηναίων, ο κύριος κατήγορος του Σωκράτη, ο Μέλητος έφερε το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι ο Σωκράτης ήταν ένοχος και να υποδείξει τους τρόπους με τους οποίους επέδειξε την ασέβειά του προς τους θεούς. Ως προς την 1η κατηγορία ισχυρίστηκε ότι ο Σωκράτης αρνήθηκε επανειλημμένα τον ανθρωπομορφισμό των θεών, καθώς απέρριπτε την πεποίθηση ότι οι θεοί, όπως και οι άνθρωποι μπορούσαν να άγονται από αρνητικά συναισθήματα (φθόνος, μίσος κ.ά.) και να τελούν κακές πράξεις, με αφορμή δε αυτό το παράδειγμα, προσπάθησε να πείσει, πως ο φιλόσοφος διέδιδε συστηματικά στους συμπολίτες του και κυρίως στους νέους, εναλλακτικές ερμηνείες για τη φύση των θεών. Ως προς τη 2η κατηγορία καταλόγισε στο Σωκράτη την πίστη του σε ένα εσωτερικό δαιμόνιο (το λεγόμενο «σωκρατικό δαιμόνιο»), μία φωνή που ο φιλόσοφος πολλές φορές επικαλούταν στους διαλόγους του, ισχυριζόμενος πως έδρευε μέσα του και τον καθοδηγούσε. Εδώ ο Μέλητος άφησε να εννοηθεί ότι, αυτή η φωνή στην οποία αναφερόταν ο Σωκράτης, θεωρούσε ο ίδιος ότι ήταν θεϊκή και κατά συνέπεια αποτελούσε τρανό παράδειγμα της λατρείας του σε πλαστούς θεούς. Τέλος, ως προς την 3η επιμέρους κατηγορία, δηλαδή την διαφθορά των νέων, ο Μέλητος, αναφέροντας τα προηγούμενα παραδείγματα, επιχείρησε να οδηγήσει, όσους ακολούθησαν τη συλλογιστική του πορεία, στο συμπέρασμα, πως η διδασκαλία του φιλοσόφου ως ανατρεπτική, ήταν επιζήμια για τους νέους, στους οποίους ο Σωκράτης είχε μεγάλη απήχηση και πως ο ίδιος ήταν κακή επιρροή, άρα επικίνδυνος για την πόλη και το μέλλον της. Μετά την απαγγελία της κατηγορίας ξεκινούσε η απολογία του κατηγορουμένου και το λόγο πήρε ο Σωκράτης, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο ατάραχος και απτόητος από όσα διαδραματίζονταν γύρω του. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ήταν αδέσμευτος και ασυμβίβαστος, δε λογοδοτούσε στους δικαστές ούτε στο περί δικαίου αίσθημα των συμπολιτών του, παρά μόνον στη συνείδησή του. Η συμπεριφορά του λοιπόν, εξελήφθη ως προκλητική από τους δικαστές, γεγονός που συνέβαλε στην καταδίκη του.

            Η Απολογία του Σωκράτη εκκινεί με την απάντησή του στις διάφορες φήμες που κυκλοφορούν για το πρόσωπό του στην πόλη, οι οποίες τροφοδοτούν την κατηγορία εις βάρος του και προκαταλαμβάνουν αρνητικά τους δικαστές του. Σύμφωνα με αυτές ο Σωκράτης παρουσιάζεται αφενός ως ένας φιλόσοφος που ασχολείται ενδελεχώς με τα ουράνια φαινόμενα, γεγονός που ενισχύει την εντύπωση ότι είναι ασεβής προς τους θεούς, αφετέρου ως ένας ακόμη σοφός ρήτορας που μετατρέπει τις ασθενείς επιχειρηματολογίες σε ισχυρές και διδάσκει παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο τις υπηρεσίες του. Ο ίδιος απορρίπτει κατηγορηματικά αυτές τις φήμες, ισχυριζόμενος ότι συνιστούν προϊόν παρερμηνείας και διαστρέβλωση της εικόνας του. Επισημαίνει ότι οι φήμες δημιουργήθηκαν κατά κύριο λόγο από τους κωμωδιογράφους της εποχής του, οι οποίοι τον χρησιμοποιούσαν συχνά στα έργα τους ως πηγή έμπνευσης, μιας και ήταν γνωστός στην Αθηναϊκή κοινωνία, με σκοπό να τον παρουσιάσουν ως την καρικατούρα ενός σοφιστή (π.χ. «Νεφέλες Αριστοφάνους») και να προκαλέσουν στο κοινό γέλιο. Έπειτα όμως, όσοι τον φθονούσαν και τον εχθρεύονταν, συμπεριλαμβανομένων των κατηγόρων του, χρησιμοποίησαν αυτές τις φήμες εναντίον του, πετυχαίνοντας τη δολοφονία του χαρακτήρα του. Ως εκ τούτου, ο Σωκράτης εδώ προσπαθεί να αναδείξει με κόσμιο τρόπο την προκατάληψη της κοινωνίας του και κατ’ επέκταση των δικαστών του εναντίον του, και τους προτρέπει να τον κρίνουν βασιζόμενοι στην αλήθεια. Μετά από αυτή την μικρή εισαγωγή, ξεκινά η κατάρριψη της κατηγορίας και η προσπάθεια του Σωκράτη να ανασκευάσει τα επιχειρήματα των κατηγόρων του. Αρχικά, εξετάζει τον Μέλητο, τον οποίο θεωρεί υποκριτή, θρασύ και ανήθικο κι επιτίθεται ανελέητα εναντίον του, δίνοντας έμφαση στην αλαζονεία και την επιπολαιότητά του. Αναφορικά με την 1η κατηγορία περί ασεβείας απαιτεί περεταίρω εξηγήσεις από τον Μέλητο και εκείνος απαντά με μία αναδιατύπωση της κατηγορίας, στην οποία χαρακτηρίζει το Σωκράτη «άθεο». Τότε, ο Σωκράτης παρατηρεί και τονίζει το παράδοξο μεταξύ του χαρακτηρισμού «άθεος» και της κατηγορίας για «λατρεία ψευδών θεών» και μέσω της ανάδειξης των αντιφατικών ισχυρισμών του ποιητή και της ασυνέπειας των λόγων του, βάλλει κατά της αξιοπιστίας και της ειλικρίνειάς του. Σχετικά με τη 2η κατηγορία και το «σωκρατικό δαιμόνιο» που κρύβει μέσα του, ο φιλόσοφος διαβεβαιώνει τους δικαστές, ότι αυτή η εσωτερική φωνή που ακούει, η οποία συνήθως τον συγκρατεί και τον εμποδίζει να πράξει με συγκεκριμένο τρόπο, είναι στην ουσία η φωνή της συνείδησής του και σε αυτή οφείλει υπακοή, γιατί πάντα τον ωθεί στο δίκαιο και την αρετή. Κατά τον φιλόσοφο, η ίδια φωνή τον απέτρεψε να ασχοληθεί με τα κοινά της πόλης τόσο κατά την περίοδο της δημοκρατίας (δίκη για τη ναυμαχία των Αργινουσών) όσο και κατά την περίοδο της ολιγαρχίας (σύλληψη Λέοντος Σαλαμίνου), γλιτώνοντάς τον έτσι από έναν πρόωρο θάνατο στα χέρια των συμπολιτών του. Ισχυρίζεται δε, πως εξαιτίας αυτής της φωνής είναι πάντα συνεπής στον εαυτό του και τα πιστεύω του αλλά και απέναντι στους θεούς, στους οποίους και εκείνος λογοδοτεί. Κατά συνέπεια, δε λογαριάζει και δεν υποκύπτει στο φόβο του θανάτου και διατρανώνει στους δικαστές, πως ακόμη κι αν τελικά τον αθωώσουν, δεν θα σταματήσει να φιλοσοφεί, όπως αυτός γνωρίζει και δεν πρόκειται να αλλάξει στάση στη ζωή του. Όπως ακριβώς, ο Αχιλλέας αψηφώντας το θάνατο επέλεξε να εκδικηθεί τον Πάτροκλο σκοτώνοντας τον Έκτορα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων, ότι αργότερα θα πεθάνει, έτσι και ο Σωκράτης φοβάται πολύ περισσότερο να ζήσει ως δειλός και ντροπιασμένος, έχοντας προδώσει τα ιδανικά του, παρά έναν άδικο θάνατο. Άλλωστε, αναφέρει πως δε μπορεί να ξέρει, εάν πράγματι ο θάνατος είναι κάτι κακό ή κάτι καλό, ως εκ τούτου δε θεωρεί λογικό και πρέπον να τον φοβάται, εφόσον δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τη φύση του. Πιστεύει ακράδαντα δε, πως οι κατήγοροί του δεν μπορούν να τον βλάψουν πραγματικά ούτε αφαιρώντας την περιουσία του ούτε στερώντας τα πολιτικά του δικαιώματα ούτε στέλνοντάς τον στην εξορία ούτε παίρνοντας τελικά τη ζωή του. Μόνο αν έβλαπταν την ψυχή του, δηλαδή τον ανάγκαζαν ή τον έπειθαν να απαρνηθεί τις ιδέες του, θα μπορούσαν να τον βλάψουν ανεπανόρθωτα, κάτι το οποίο, όμως δεν είναι σε θέση να πράξουν, καθώς είναι πολύ υποδεέστεροι από εκείνον. Όσον αφορά τη 3η κατηγορία περί διαφθοράς των νέων, ο Σωκράτης αντιτείνει, ότι ουδέποτε επιχείρησε συνειδητά να διαφθείρει κάποιον συμπολίτη του πόσο μάλλον κάποιον πολύ νεότερό του, διότι η πράξη αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο ως επακόλουθο να διαφθαρεί και ο ίδιος. Επειδή, όμως ήταν γνωστό ότι έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τη νεολαία, σπεύδει να εξηγήσει ότι ο κύκλος του, ο οποίος αποτελούταν από πολλούς νέους ανθρώπους, δε συνιστούσε κάποιου είδους σχολή, καθώς δεν δίδαξε ποτέ συστηματικά και δε δέχθηκε ποτέ χρήματα από αυτούς, τους οποίους θεωρούσε πιστούς φίλους του. Τονίζει μάλιστα, ότι όποιοι είχαν ακούσει κακές συμβουλές από εκείνον και όσους είχε με πρόθεση διαφθείρει στο παρελθόν, θα έπρεπε να παρίστανται τώρα στο δικαστήριο μαζί με τους συγγενείς τους προς υποστήριξη της κατηγορίας και να ζητούν την τιμωρία του κι όχι να προσπαθούν να τον αθωώσουν όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Κρίνει λοιπόν, πως η διαφθορά είναι πράξη παράλογη και ανεπιθύμητη και αρμόζει περισσότερο στους κατηγόρους του, οι οποίοι προσπαθούν άδικα να τον θανατώσουν. Ολοκληρώνοντας την απολογία του, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος υπήρξε «δώρο θεού» για τους Αθηναίους, καθώς σκοπός του είναι να αφυπνίζει τους συμπολίτες του από τον πνευματικό λήθαργο συζητώντας μαζί τους και κυρίως ενοχλώντας τους, όπως η αλογόμυγα που τσιμπάει το άλογο. Συνεπώς, επειδή η φιλοσοφική του δράση ωφελεί την πόλη, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο, η Αθήνα θα ζημιωθεί. Τέλος, αρνείται να φέρει στο δικαστήριο τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τους κοντινούς του συγγενείς, προκειμένου να ικετέψουν από κοινού για τη ζωή του και να παρακαλέσουν για την αθώωσή του, όπως προσδοκούσαν οι δικαστές. Αντ’ αυτού επιλέγει την αξιοπρέπεια αναφέροντας ρητά ότι τέτοιου είδους δρώμενα, αν και συνήθη στις δικαστικές διαμάχες, είναι αξιοθρήνητα και γελοιοποιούν την πόλη και εναποθέτει την ελπίδα του για μια δίκαιη κρίση πρωτίστως στους θεούς και δευτερευόντως σε όσους από τους δικαστές του άγονται από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.

Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώνεται με το τέλος της απολογίας του Σωκράτη και ακολουθεί η διαδικασία της ψηφοφορίας, κατά την όποια ο φιλόσοφος καταδικάζεται τελικά σε θάνατο από την πλειοψηφία των δικαστών. Τότε, του δίνεται η δυνατότητα, να αντιπροτείνει μία ποινή που θεωρεί καταλληλότερη για τα εγκλήματά του, ώστε οι δικαστές να αναθεωρήσουν, πρακτική που συνηθιζόταν στα αθηναϊκά δικαστήρια. Ο Σωκράτης, ο οποίος θεωρεί το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αναμενόμενο, εκπλήσσεται από τη μικρή διαφορά των ψήφων (μόλις 30 ψήφοι διαφορά υπέρ της καταδίκης), δεν αλλάζει όμως τακτική και όντας ανένδοτος κι ανυποχώρητος αντιμετωπίζει τους δικαστές και τη διαδικασία με απαξίωση. Ενώ έχει το δικαίωμα είτε να αιτηθεί την άδεια να εγκαταλείψει την Αθήνα και να ζήσει στην εξορία είτε να προτείνει να του επιβληθεί η χρηματική ποινή, τοποθετώντας ως εγγυητές τους φίλους του, οι οποίοι τον παρακαλούν να πράξει κάτι τέτοιο, εκείνος δεν κάνει τίποτα από αυτά. Αντίθετα, σκέπτεται ποια ποινή αρμόζει σε έναν φτωχό ευεργέτη της πόλης, ο οποίος θεώρησε τον εαυτό του πολύ έντιμο για να ασχοληθεί με την πολιτική, δε φρόντισε να αποκτήσει χρήματα, ακίνητη περιουσία και δημόσια αξιώματα, αλλά αφιερώθηκε στην προσπάθεια να πείσει τους συμπολίτες του να ασχοληθούν με την πνευματική και ηθική τους βελτίωση. Καταλήγει στο συμπέρασμα, πως ανάλογη ποινή με όσα έπραξε είναι να του παρέχει η πόλη δωρεάν δια βίου σίτιση και στέγαση για τις υπηρεσίες που μέχρι τώρα προσέφερε, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο του. Η στάση αυτή εξοργίζει τους δικαστές και σφραγίζει οριστικά την μοίρα του Σωκράτη, ο οποίος στη συνέχεια τους επιτίθεται, αναδεικνύοντας την υποκρισία τους. Τους κατακρίνει, γιατί τον καταδίκασαν, όχι επειδή δε βρήκε της κατάλληλες λέξεις και φράσεις, για να απολογηθεί σωστά, αλλά διότι του έλειπε το θράσος, η προθυμία και η ξεδιαντροπιά να τους πει αυτά που πολύ θα ήθελαν να ακούσουν. Τους κατηγορεί, ότι δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για την αλήθεια και το δίκαιο ούτε κατά τη διάρκεια της δίκης ούτε και στην υπόλοιπη ζωή τους, καθώς πείθονται με ψέματα εκουσίως και το μόνο που τους νοιάζει πραγματικά είναι το υλικό-προσωπικό τους συμφέρον. Προμηνύει μάλιστα σε όσους τον καταδίκασαν, ότι τους περιμένει χειρότερη μοίρα από τον θάνατο, διότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούν να λογοδοτήσουν για τις πράξεις και τη ζωή τους, σε μελλοντικούς κριτές, αυστηρότερους και ισχυρότερους από εκείνον. Έπειτα, ευχαριστεί και καθησυχάζει όσους προσπάθησαν να τον αθωώσουν, λέγοντας πως η φωνή της συνείδησής του δεν τον εμπόδισε σε καμία φάση της δίκης, ως εκ τούτου ήταν θέλημα των θεών να καταλήξουν έτσι τα πράγματα. Ισχυρίζεται επίσης, πως, εάν ισχύει ότι, πηγαίνοντας στον κάτω κόσμο θα συναντήσει τους σπουδαιότερους των Ελλήνων (τον Ησίοδο, τον Όμηρο, τον Ορφέα, τους ήρωες του Τρωικού πολέμου κ.ά.), συνομιλήσει μαζί τους και καθίσει κοντά τους απολαμβάνοντας τη συντροφιά τους, τότε ο θάνατος θα είναι κέρδος για αυτόν. Με αυτά τα λόγια, τους αποχαιρετά και τους προτρέπει να αντιμετωπίζουν το θάνατο με θάρρος και αισιοδοξία, διότι είναι σίγουρος πλέον, πως τον ενάρετο άνθρωπο δεν τον αγγίζει κανένα κακό ούτε στη ζωή ούτε στο θάνατο, καθώς οι θεοί δεν τον εγκαταλείπουν. Προτού απομακρυνθεί οριστικά από το χώρο, ανακοινώνει στο ακροατήριο πως φεύγει για να πεθάνει, ενώ εκείνοι για να ζήσουν, όμως ποιο από τα δύο ενδεχόμενα είναι καλύτερο, είναι γνωστό μόνο στους θεούς.

            Οι κατηγορίες εις βάρος του Σωκράτη ήταν προσχηματικές, διότι διατυπώθηκαν σε μία περίοδο έντονων πολιτικών αναταραχών για την Αθήνα, γεγονός που μας προϊδεάζει, ότι τα πραγματικά κίνητρα της καταδίκης του φιλοσόφου ήταν πολιτικά. Όταν οι δημοκρατικοί ανακατέλαβαν την εξουσία από τους Τριάκοντα, εξαπέλυσαν μία σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίον των ολιγαρχικών υποστηρικτών τους και ύστερα αποφασίστηκε να δοθεί γενική αμνηστία, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο νέου εμφυλίου πολέμου. Οι δημοκρατικοί φοβήθηκαν πως ο Σωκράτης, έχοντας μεγάλη απήχηση στους νέους, μπορούσε να βλάψει την ασταθή Αθηναϊκή δημοκρατία μέσω της ανατρεπτικής του διδασκαλίας, η οποία ενέπνεε περιφρόνηση και αντιδραστικότητα προς την εξουσία. Παράλληλα, το κήρυγμα του φιλοσόφου υπονόμευε τις προσπάθειες των δημοκρατικών να αναστηλώσουν την πόλη. Η Αθήνα λόγω των συνεχών πολέμων και του λοιμού, είχε σοβαρό πρόβλημα λειψανδρίας και χρειαζόταν απεγνωσμένα πολίτες, ώστε να την στελεχώσουν και να την βοηθήσουν να ορθοποδήσει. Η νεολαία ήταν αυτή που έπρεπε να σηκώσει το βάρος της αναδιοργάνωσης της πόλης μέσω της ανασύστασης του στόλου, του στρατού, του εμπορίου, της βιοτεχνίας, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας. Αυτό ήταν το ζητούμενο και συνάμα το μεγάλο πρόβλημα των δημοκρατικών. Ο Σωκράτης, αντιτάχθηκε στο χρησιμοθηρικό πνεύμα της εποχής του, καθώς δίδασκε στους συμπολίτες του να θέτουν ως προτεραιότητα τη μόρφωση και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους μέσω της αναζήτησης της γνώσης και της αλήθειας, παραγκωνίζοντας τις ανάγκες της πόλης. Υποστήριζε μάλιστα πως αν δεν ασχοληθούν πρώτα με τα ζητήματα της ψυχή τους, ώστε να γίνουν ηθικοί και ενάρετοι άνθρωποι τότε δε θα είναι σε θέση να ασχοληθούν με τα ζητήματα της πόλης και η συμμετοχή τους στις διαδικασίες, όχι μόνο δε θα έχει αξία αλλά θα είναι και επιζήμια για την πόλη. Λέγοντας αυτά στους νέους και πείθοντάς τους, όμως ο φιλόσοφος στερούσε από την πόλη πολύτιμο και απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό. Επίσης, δε δίσταζε να μιλάει ανοικτά για τον κίνδυνο της φθοράς του δημοκρατικού πολιτεύματος και προειδοποιούσε τους συμπολίτες του για τον εκφυλισμό του, πριν ακόμη την επιβολή της ολιγαρχίας. Το γεγονός ότι, ο Κριτίας, κοντινός φίλος του Σωκράτη και επιφανής μαθητής του, υπήρξε ο κορυφαίος των Τριάκοντα τυράννων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο, καθώς αμαύρωσε την εικόνα του φιλοσόφου στα μάτια των Αθηναίων, παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε στην πολιτική ζωή και δε στήριξε το ολιγαρχικό καθεστώς. Δεν βοήθησε επίσης, το ότι οι περισσότεροι φίλοι-μαθητές του, ως γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών, δεν συνέδραμαν τους δημοκρατικούς στην προσπάθειά τους να ανακαταλάβουν την εξουσία, ενώ πολλοί ήταν φανερά εναντίον τους. Παράλληλα, οι μνήμες των ανθρώπων που έλαβαν μέρος στον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν νωπές και δεν μπορούσαν να λησμονήσουν τον αμφιλεγόμενο ρόλο που έπαιξε εκείνη την περίοδο ο Αλκιβιάδης, επίσης κοντινός φίλος και μαθητής του Σωκράτη. Η δημοκρατία λοιπόν, ως πιο ευφυές πολίτευμα, εντόπισε τον κίνδυνο στο πρόσωπο του Σωκράτη, εκμεταλλεύτηκε τις συγκυρίες, την κοινωνική απογοήτευση-αναταραχή και το αρνητικό κλίμα που είχε σχηματιστεί γύρω από το Σωκράτη και μέσω μίας καλοστημένης δίκης, κατάφερε να τον εξοντώσει.

            Ο Σωκράτης, παρότι είχε επίγνωση όσων διαδραματίζονταν γύρω του, επέλεξε να δικαστεί και αποδέχθηκε τελικά την ποινή του, υπακούοντας στους νόμους της πόλης του. Στην αντίληψη του φιλοσόφου, η Αθήνα ήταν η πόλη του Περικλή, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και όλων εκείνων των σπουδαίων κι επιφανών ανθρώπων, που εμείς γνωρίζουμε σήμερα, οι οποίοι την κατέστησαν το επίκεντρο του αρχαίου κόσμου και λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Είδε με τα μάτια του τον Παρθενώνα να χτίζεται και την πόλη του να κυριαρχεί, αποτελώντας παράλληλα πνευματικό φάρο, όπως ακριβώς περιγράφεται στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Η Αθήνα του έδωσε τη δυνατότητα να συμμετέχει στα κοινά, την ελευθερία της σκέψης, της έκφρασης και της μόρφωσης. Για το Σωκράτη η πόλη-κράτος των Αθηναίων δεν είχε σχέση με το κράτος, που έχουμε συνηθίσει εμείς να βλέπουμε στην καθημερινότητά μας, το οποίο είναι αμείλικτο, ανθρωποφάγο και υπάρχει για να εισπράττει τους φόρους των πολιτών, να ρουφάει το αίμα και τον ιδρώτα τους, για να συντηρείται, θυσιάζοντας μέχρι και τα παιδιά του για το σκοπό αυτό. Για εκείνον ήταν πράγματι ο εγγυητής της δικαιοσύνης, ένα ανώτερο ιδανικό για την κατοχύρωση-βελτίωση του οποίου έδινε καθημερινά αγώνα με το κήρυγμά του. Δεν ήταν δυνατόν, επομένως στο τέλος της ζωής του να προδώσει τις ιδέες του και τη φωνή της συνείδησής του, εγκαταλείποντας τη μάχη. Συνεπώς, για να δείξει στον κόσμο την κατάντια της πόλης του και να φανερώσει την υποκρισία των δικαστών του, αντί να δραπετεύσει, πράγμα που μπορούσε εύκολα να κάνει, επέλεξε να αδικηθεί και αργότερα να πιει το κώνειο και με αυτόν τον τρόπο να μείνει για πάντα στην ιστορία. Ο Σωκράτης, λοιπόν, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Αθηναϊκό όχλο συνιστά μάρτυρας της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της αλήθειας και μέσω της στάσης του μας μεταφέρει ένα διαχρονικό και ανεξίτηλο παράδειγμα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης απέναντι στην εξουσία που απαγορεύει την κριτική και επιβάλλει τη φίμωση.  

Ενδεικτική βιβλιογραφία: 

  • Πλάτων Απολογία Σωκράτους και δίκη- Στάντης Ρ. Αποστολίδης- Εκδόσεις Gutenberg
  • Πελοποννησιακός Πόλεμος ο Αγώνας για την Κυριαρχία- Bagnall Nigel- Εκδόσεις Διόπτρα                

Επικαιρότητα