Μήνυμα του δημάρχου Χαλανδρίου Σίμου Ρούσσου, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Ο Δήμαρχος Χαλανδρίου, Σίμος Ρούσσος, προέβη στην παρακάτω δήλωση με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την μικρασιατική καταστροφή:
Ο Μίλαν Κούντερα λέει κάπου ότι «ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, είναι ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία». Λένε ακόμη, πως λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν.
Δεν γνωρίζω αν, και κατά πόσο, αυτά ισχύουν.
Αξίζει όμως να θυμόμαστε, πως πίσω από κάθε μεγάλη τραγωδία αυτού του λαού, όπως αυτή της Μικρασιατικής Καταστροφής, βρίσκονται μικροί, κυνικοί και αλλοπαρμένοι με την εξουσία άνθρωποι∙ όπως αυτοί που, ενώ γνώριζαν έγκαιρα τα πάντα για την επικείμενη σφαγή του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τους απαγόρευσαν την έξοδο με νόμο της Ελληνικής Βουλής και δήλωναν, όπως ο Δ. Γούναρης: «Αποφύγετε τη δημιουργία προσφυγικού ζητήματος». Όπως εκείνοι, που οδήγησαν τον Ελληνισμό της Ιωνίας στον αφανισμό, υπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα, δηλώνοντας χωρίς ντροπή, όπως ο ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης, ότι «καλύτερα να σφάζουν οι Τούρκοι τους Σμυρνιούς, παρά να ανατρέψουν τα πάντα όταν γυρίσουν στην Αθήνα».
Πιστεύω λοιπόν βαθιά ότι, στις μέρες που ζούμε, αξίζει να θυμόμαστε με κάθε ευκαιρία ότι τίποτα καλό δεν έχουν να προσμένουν οι απλοί άνθρωποι από τις… Μεγάλες Ιδέες, την πατριδοκαπηλία, το εθνικιστικό μίσος και τον φανατισμό.
Αξίζει, να μην ξεχάσουμε ποτέ, ότι σύμμαχοι πραγματικοί και αλληλέγγυοι υπάρχουν μόνο ανάμεσα στους διαφορετικούς ανθρώπους κάθε πατρίδας και όχι ανάμεσα στους ισχυρούς του κόσμου.
Αξίζει να θυμόμαστε πώς μεταλλάσσονται οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, όταν κυριαρχεί ο φόβος, η προκατάληψη, το φυλετικό και θρησκευτικό μίσος, ο ρατσισμός.
Να μη λησμονήσουμε τα βάσανα, τις διαπομπεύσεις, τα λοιμοκαθαρτήρια εξόντωσης στη Μακρόνησο και την Καλαμαριά, τις κακουχίες που υπέστησαν περισσότεροι από 1.200.000 Έλληνες, όταν ήρθαν πρόσφυγες στην Παλιά Ελλάδα, για να πλουτίσουν από τη φτώχεια και την ανάγκη τους οι προνομιούχοι του Μεσοπόλεμου.
Πάνω απ’ όλα όμως, αξίζει να παραδειγματιζόμαστε από τα ανεξάντλητα αποθέματα δύναμης των ανθρώπων που μπορούν πάντοτε, ό,τι συμφορά και να τους βρει, να ξανασηκώνονται όρθιοι ξεκινώντας τη ζωή τους από την αρχή. Να ξαναστεριώνουν τις οικογένειες και τη χώρα τους, με μόνο εφόδιο την πίστη, τα χέρια τους, ακόμη και την απελπισία, ξανά και ξανά… όπως έκαναν οι Μικρασιάτες το 1922, το 1945, το 1949.
Είμαστε υπερήφανοι που αυτή η πόλη έχει πολλούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους, που δεν δίστασαν να σταθούν στον τοίχο των εκτελέσεων, να συρθούν στο μπλόκο της Πλατείας, τραγουδώντας τη χαμένη τους πατρίδα.
Είμαστε διπλά υπερήφανοι, που τα παιδιά και τα εγγόνια τους δεν ξεχνούν την ιστορία τους, αλλά εργάζονται για τη διατήρηση της μνήμης των ανθρώπων τους∙ που συνεχίζουν να λένε στα παιδιά τους τις ιστορίες των παππούδων τους, να γράφουν τραγούδια, να γελάνε και να κλαίνε με τα μικρά και τα μεγάλα των ανθρώπων.
Γιατί, ίσως, μέσα σ’ αυτές τις ιστορίες και τα τραγούδια να κρύβονται οι μόνες μας ελπίδες.