Αναδημοσίευση από «Δρόμος της Ποίησης»
Σαν σήμερα γεννιέται ο «ποιητής της ήττας», ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ένας ποιητής που σε δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς δεν σώπασε, αλλά ενέπνευσε και στιγμάτισε μέσω της ποίησής του μια ολόκληρη εποχή. Όταν έκρινε απαραίτητο να υποχωρήσει το έκανε, όχι όμως από αδυναμία ή φόβο αλλά προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα σε νέες φωνές να εκφραστούν. Λόγω της αντιστασιακής του δράσης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά δε θανατώθηκε.
Η ποίησή του ενείχε την ελπίδα, το φως, που στο τέλος θα έλαμπε και θα φώτιζε καθετί σκοτεινό και ανήλιο. Λανθασμένα θεωρήθηκε ότι εξέφρασε την απελπισία και την ήττα μέσω της ποίησής του. Εξέφρασε την αβεβαιότητα και την αποξένωση που γεννά ο πόλεμος για το αύριο. Άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 23ης Ιουνίου του 2005 ταλαιπωρημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιοαγγειακά προβλήματα, αλλά κατάφερε να μετατρέψει την ποίησή του σε εφαλτήριο για τις επόμενες γενιές.
Η ζωή του Μανόλη Αναγνωστάκη
ΟΜανόλης Αναγνωστάκης γεννιέται στη Θεσσαλονίκη στις 10 Μαρτίου 1925 (αν και ανεπιβεβαίωτες φήμες αναφέρουν ότι γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου). Οι γονείς του είχαν καταγωγή από το Ρέθυμνο (το πατρικό του σπίτι υπάρχει ακόμα στην Κρήτη) ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι ο παππούς του ποιητή διετέλεσε βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου.
Ο Αναγνωστάκης παρά την αδιαμφισβήτητη κλίση του στη λογοτεχνία και δη στην ποίηση, αρχικά σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κι έλαβε την ειδικότητα του ακτινολόγου. Το 1955 μετέβη στη Βιέννη, προκειμένου να συμπληρώσει το γνωστικό πεδίο του γύρω από την ειδικότητά του κι έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως ακτινολόγος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου συμμετείχε στην ΕΠΟΝ ως μέλος του φοιτητικού κινήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Λόγω της πολιτικής του δράσης συνελήφθη και καταδικάστηκε από έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο αλλά η εκτέλεση της ποινής του δεν πραγματοποιήθηκε.
Στην πορεία των χρόνων κατάφερε να παρουσιάσει πλούσιο λογοτεχνικό έργο στρεφόμενος αποκλειστικά στην ποίηση ενώ συμμετείχε σε αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά είτε δημοσιεύοντας ποιήματά του είτε ως αρχισυντάκτης. Έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας και αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 23 Ιουνίου 2005 λόγω καρδιαγγειακών και αναπνευστικών προβλημάτων.
Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη
ΟΜανόλης Αναγνωστάκης εμφανίσθηκε για πρώτη φορά στα λογοτεχνικά δρώμενα το 1942 μέσω της συμμετοχής του στο λογοτεχνικό περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Δύο χρόνια αργότερα, στην καρδιά του πολέμου συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» από το πόστο του αρχισυντάκτη. Επρόκειτο για ένα περιοδικό το οποίο στόχευε να εμπνεύσει τους Έλληνες και να αναπτερώσει το ηθικό τους αίσθημα, ώστε να συμμετέχουν στον πόλεμο, κυρίως μέσω της λογοτεχνίας.
Το 1945 αποφασίζει να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές» και μάλιστα με δικά του έξοδα. Για 35 (!) χρόνια ο ποιητής θα εκδίδει όλες τις ποιητικές συλλογές του ιδία δαπάνη. Το 1979 όμως, είναι το έτος κατά το οποίο ο ποιητής θα εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή χωρίς να καταβάλλει δικά του χρήματα για την έκδοσή της.
Ο Θεσσαλονικιός λογοτέχνης προκειμένου τα ποιήματά του να λάβουν μεγαλύτερη προβολή, ώστε να νιώσουν οι Έλληνες την ελπίδα ότι τίποτα δεν χάθηκε, συνήθιζε να τα δημοσιεύει σε περιοδικά γράφοντας παράλληλα και αρκετά κριτικά σημειώματα. Συγκεκριμένα, δημοσίευσε ποιήματά του (λογοτεχνικά και πολιτικά) στην εφημερίδα «Αυγή», στα «Νέα Κείμενα», στη «Συνέχεια» (1973), ενώ ήταν μέλος στην εκδοτική ομάδα των «Δεκαοχτώ κειμένων» (1970). Την τριακονταετία 1941-1971 δημοσίευσε 88 ποιήματα και το 1979 εκδόθηκε συλλογικός τόμος με όλα του ποιήματα. Από το 1983 κι έπειτα, μετά το ιδιωτικό του σχόλιο «Υ.Γ.», αποφάσισε να σωπάσει. Τους λόγους εξήγησε αργότερα ο ίδιος:
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», […] «το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή». Είχε ξεκαθαρίσει σε μια σπάνια συνέντευξή του ότι «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης έμμεσα είχε προαναγγείλει την σιωπή του μέσω του ποιήματος «Στόχος» (1970):
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Ποιήματά μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από κορυφαίους συνθέτες όπως είναι οι: Θάνος Μικρούτσικος, Μίκης Θεοδωράκης, Μιχάλης Γρηγορίου, Γιάννης Μαρκόπουλος, και Δημήτρης Παπαδημητρίου. Μάλιστα, το πιο γνωστό ποίημα του Αναγνωστάκη «Μιλώ» μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Λόγω της εξαιρετικής του ποίησης τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο ποίησης (1986), Το Μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας (2002) και αναγορεύθηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ο Αναγνωστάκης ανήκε λογοτεχνικά στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Χαρακτηρίστηκε ως «ποιητής της ήττας», καθώς τόσο ο ίδιος όσο και άλλοι ποιητές συνάδελφοί του ένιωσαν ή και συνειδητοποίησαν ότι τα όνειρα και οι στόχοι της Αριστεράς διαψεύστηκαν με το χειρότερο τρόπο. Η ποίησή του στηρίχτηκε στην αξία της μνήμης, στις αναφορές για τα παιδικά του χρόνια, τη φιλία και την ταύτιση ποίησης-ζωής. Δεν υποχώρησε, παρά μόνο για να στραφεί στον εσωτερικό του κόσμο, προκειμένου να προστατέψει τα συναισθήματα και τις αξίες που στη σύγχρονη εποχή κινδυνεύουν να χαθούν. Δε σιώπησε, αλλά έδωσε την ευκαιρία να εκφραστούν νέες φωνές μέσω της ποίησης. Ο ίδιος δεν ήταν απαισιόδοξος ούτε κι απελπισμένος. Ούτε και η ποίησή του πρέπει να χαρακτηρίζεται απαισιόδοξη κι ας σπάει τα όρια της απελπισίας κι ας δημιουργεί την αίσθηση του μάταιου. Είναι λογικό να γράφει τέτοιους στίχους εν καιρώ πολέμου. Κατά βάθος η ποίησή του κρύβει την ελπίδα, το φως που θα λάμψει πάλι και θα γεμίσει με αισιοδοξία τον καθένα διαλύοντας καθετί σκοτεινό και ανοίκειο.
«Ο Αναγνωστάκης υπήρξε φίλος μου από το ‘50 μέχρι που πέθανε. Είχαμε συνδεθεί πριν το ‘50 και όταν φυλακίστηκε είχα τολμήσει να αλληλογραφώ μαζί του. Από τότε η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε και όταν αποφυλακίστηκε και αργότερα όταν έβγαλα το περιοδικό «Διαγώνιος» δημοσίευσα μελέτη για το έργο του. Τότε πολλοί δεν τον ήξεραν ή δεν τον χώνευαν επειδή δεν ήταν ορθόδοξος κομμουνιστής. Καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι», είπε για τον Αναγνωστάκη ο φίλος του και επίσης ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλος.
«Αυτή η ανεξέλεγκτη και χειμαρρώδης αντιστασιολογία, πόσω μάλλον από ανθρώπους που όψιμα ανακάλυψαν αυτό το ορυχείο, ομολογώ ότι με εκνευρίζει λίγο, με μελαγχολεί. Δεν διέπομαι από κανένα πνεύμα ρεβανσισμού και δεν αισθάνομαι καλά σε ένα κλίμα φραστικού παλικαρισμού που γίνεται εκ του ασφαλούς βέβαια. Είμαι ξένος σε αυτό το κλίμα. Κυρίως με ενοχλεί ο στόμφος, τα μεγάλα λόγια, η καθυστερημένη επίδειξη τίτλων και ευσήμων που για μένα ελάχιστοι τα δικαιούνται και αυτοί είναι εκείνοι που δεν τα προβάλλουν. Η ιστορία πλαστογραφήθηκε, εξευτελίστηκε, παραποιήθηκε. Το θέμα είναι να μην ξαναγράψουμε μια ιστορία πάλι με αποσιωπήσεις, εν ονόματι σκοπιμοτήτων δικών μας αυτή τη φορά. Αυτό μας ρίχνει σε έναν φαύλο κύκλο λειψής ενημέρωσης και κακής πληροφόρησης των νεώτερων γενιών».