|||

           Γιατί το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα δεν αναμένεται να μειώσει τη «μαύρη» εργασία. Πού πάσχει το επιχείρημα ότι οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις θα είναι υψηλότερες. Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη,Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασιλείου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου

 

          Σε πρόσφατη εκδήλωση για το Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), επαναλήφθηκε για μία ακόμη φορά η γνωστή επιχειρηματολογία η οποία απέχει τόσο από την θεωρία, όσο και από την αναφορά των δυσμενών αποτελεσμάτων της εμπειρίας της κεφαλαιοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης σε άλλες χώρες σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

 

         Πιο συγκεκριμένα, διατυπώθηκε η άποψη ότι ο ατομικός κουμπαράς δημιουργεί αντικίνητρο για την ανασφάλιστη εργασία, με την λανθασμένη αντίληψη ότι ο νέος θα απαιτεί να μην εργάζεται σε συνθήκες μαύρης εργασίας.

 

        Όμως στην πραγματικότητα ο ατομικός κουμπαράς δεν θα μειώσει την ανασφάλιστη εργασία δεδομένου ότι με τις ασφαλιστικές εισφορές (6%) για την επικουρική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση, να θεωρούνται από τους εργοδότες ως μισθολογικό κόστος, δεν θα αποκλείεται ενίοτε στην πράξη, σε μία αγορά ευέλικτων μορφών εργασίας, η επιλογή της ολικής ή της μερικής ανασφάλιστης εργασίας.

 

        Παράλληλα, υποστηρίχθηκε ότι η επικουρική κεφαλαιοποιητική ασφάλιση θα θέσει τα θεμέλια για την αύξηση των επικουρικών συντάξεων. Προκύπτει όμως το ερώτημα. Πώς είναι δυνατόν να διακηρύσσεται η βεβαιότητα ότι το επίπεδο των συντάξεων του κεφαλαιοποιητικού συστήματος θα είναι υψηλότερο από το σημερινό, όταν το ύψος των συντάξεων εξαρτάται απολύτως (είναι συνάρτηση) από τις διακυμάνσεις και τον κίνδυνο των χρηματιστηρίων;

 

         Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι επαγγελματίες ως διαχειριστές κεφαλαίων υποστηρίζουν ότι οι εκτιμήσεις που βασίζονται σε «ιστορικές αποδόσεις δεν εγγυώνται τις μελλοντικές αποδόσεις», επισημαίνοντας ότι τα «ψιλά γράμματα» που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις των διαχειριστών κεφαλαίων προέκυψαν από τις μεγάλες απώλειες των κεφαλαιοποιητικών ασφαλιστικών ταμείων κατά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

 

         Διαβάστε κι αυτό: Η – από τις τσέπες μας προερχόμενη – κοινωνική πολιτική…γέννησε ακόμα έναν φόρο στην κατανάλωση ρεύματος!

 

         Πράγματι, κατά την συγκεκριμένη κρίση εξανεμίστηκαν συντάξεις ύψους 5 τρισ. δολαρίων, τα οποία εγγυώνταν οι διαχειριστές, όπως οι δημόσιοι φορείς σήμερα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι-ασφαλισμένοι να διεκδικήσουν τις αποταμιεύσεις σε ατελείωτες δικαστικές διαμάχες.

 

         Ως εκ τούτου, η περίσσεια βεβαιότητα που διακηρύσσεται σήμερα στην Ελλάδα ότι οι νέοι και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα λάβουν υψηλότερες από τις σημερινές επικουρικές συντάξεις εμπεριέχει σοβαρούς και πολλαπλούς κινδύνους, με αποτέλεσμα οι διακηρυσσόμενες υποσχέσεις, σύμφωνα με την διεθνή εμπειρία, να μην μπορούν να εκπληρωθούν. Κι’ αυτό επειδή οι πραγματικές αποδόσεις των επενδύσεων, μετά την αφαίρεση του κόστους διαχείρισης, των διαφόρων προμηθειών και της στάθμισης του επενδυτικού κινδύνου, δεν είναι μεγαλύτερες από την ανάπτυξη της ίδιας της οικονομίας.

 

        Επίσης, ο δημογραφικός κίνδυνος ενυπάρχει τόσο στο διανεμητικό σύστημα, όσο και στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Επομένως, αυτό που απαιτείται να γνωρίζουν οι νέες γενιές είναι ότι ο δημογραφικός κίνδυνος είναι εγγενής σε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα ανεξάρτητα από το οικονομικό σύστημα με το οποίο λειτουργεί κι αυτό οφείλεται στο γεγονός του ετεροχρονισμού των καταβαλλόμενων εισφορών και του χρόνου λήψης της σύνταξης.

 

        Έτσι, ένας νέος που εισήλθε στην αγορά εργασίας το 2022, έχει προσδόκιμο ζωής 79,5 έτη και το 2070 θα έχει προσδόκιμο ζωής 86,5 έτη. Αυτή η αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα μειώσει την σύνταξή του κατά 25%. Για να μην μειωθεί το επίπεδο της σύνταξης του θα πρέπει η καταβαλλόμενη εισφορά του 6% να αυξηθεί στο 8%, γεγονός το οποίο θα συναντήσει την αντίδραση των εργοδοτών.

 

         Επιπλέον, διατυπώθηκε η λανθασμένη άποψη ότι με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης στην χώρα μας δημιουργούνται συνθήκες διασποράς του δημογραφικού κινδύνου με το επιχείρημα ότι μέχρι την συγκεκριμένη «μεταρρύθμιση» τόσο η κύρια, όσο και η επικουρική ασφάλιση λειτουργούσαν με βάση το διανεμητικό σύστημα με αποτέλεσμα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να είναι εκτεθειμένο στον δημογραφικό κίνδυνο, εννοώντας ότι το κράτος θα χρηματοδοτεί από τον Κρατικό Προϋπολογισμό πιθανά ελλείμματα που θα δημιουργούνται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.

 

         Επομένως, η νέα γενιά απαιτείται να γνωρίζει ότι ο θεωρούμενος από τους δημόσιους φορείς κίνδυνος είναι η αύξηση των χρηματοδοτικών μεταβιβάσεων από το κράτος στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης οι οποίες λανθασμένα, κατά την νεοφιλελεύθερη αντίληψη, υπονομεύοντας την οικονομική ανάπτυξη, θεωρούνται ότι μετεξελίσσονται σε οικονομικό κίνδυνο.

 

         Όμως, δεν αποκαλύπτεται στην νέα γενιά ότι με την θεσμοθέτηση (Ν.4826/21) της επικουρικής κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης στην Ελλάδα το κράτος με χρέος 190% του ΑΕΠ αναλαμβάνει κόστος μετάβασης 78 δισ. ευρώ (1,5 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο ετησίως), επιβαρύνοντας το δημόσιο χρέος στην χώρα μας με 78 δισ. ευρώ μέχρι το 2060.

 

         Μάλιστα υποστηρίζεται λανθασμένα ότι το συγκεκριμένο χρέος είναι μόλις 120 εκατ. ευρώ το έτος, δεδομένου ότι στην αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει τον Ν. 4826/2021, στο σενάριο με τις εντός της πραγματικότητας υποθέσεις εργασίας και όχι στο σενάριο με το υψηλό προεξοφλητικό επιτόκιο που είναι εκτός πραγματικότητας, το κόστος μετάβασης υπολογίζεται στο ποσό των 78 δισ. ευρώ και μάλιστα με την υποσημείωση ότι δεν έχουν ληφθεί υπόψη οι εγγυήσεις για αναπηρία, χηρεία και επενδύσεις.

 

        Στις συνθήκες αυτές δεν αποκαλύπτεται στην νέα γενιά η ασφαλής, λόγω της χρηματοδοτικής συνδρομής του κράτους (φορολογουμένων), κερδοφορία των διαχειριστών των αποταμιεύσεων της νέας γενιάς καθώς και οι απώλειες των αγορών οι οποίες, σύμφωνα με το επιχείρημα ότι «ο κάθε νέος θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να αναλάβει τον κίνδυνο των αγορών», θα οδηγήσουν στην μείωση του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων.

 

        Διαβάστε κι αυτό: 285.000 εντολές για διακοπές ρεύματος από την αρχή του έτους (video)

 

        Επομένως, η νέα γενιά γνωρίζοντας ότι οι απώλειες των αγορών θα οδηγήσουν στην μείωση του επιπέδου των επικουρικών τους συντάξεων, θα επιλέξει το χαρτοφυλάκιο χαμηλού κινδύνου με χαμηλές αποδόσεις και χαμηλές συντάξεις.

 

        Έτσι, η διακήρυξη χορήγησης υψηλότερων συντάξεων από τις σημερινές επικουρικές συντάξεις θα επαληθευτεί μόνο με συνεχή, πλήρη, σταθερή εργασία και καταβολή επί σαράντα έτη των ασφαλιστικών εισφορών σε συνδυασμό με την επίτευξη υψηλών αποδόσεων επί σαράντα συνεχή έτη.

 

         Στις συνθήκες αυτές είναι ενδιαφέρον να αναφερθούν οι επιφυλάξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την επάρκεια των μελλοντικών συντάξεων που θα χορηγούνται από τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα των ατομικών λογαριασμών (Pension at a glance 2021). Κι’ αυτό επειδή παρατηρείται στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια αυξητική τάση συνεχούς μείωσης του αριθμού των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και μία συνεχής αύξηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατέχουν όλες οι μορφές των ευέλικτων μορφών απασχόλησης συμπεριλαμβανομένων και των αμοιβών.

 

        Με άλλα λόγια, οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις, κατά βάση, μείωσης του μισθολογικού κόστους που συντελούνται στις αγορές εργασίας των κρατών-μελών, συνοδεύονται, μεταξύ των άλλων, από πολιτικές ατομικής αντιμετώπισης του κινδύνου του γήρατος. Κατά συνέπεια, αντικαθίστανται τα διανεμητικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης της αλληλεγγύης των γενεών από την κεφαλαιοποιητική ασφάλιση των ατομικών λογαριασμών, επιφέροντας σημαντικά πλήγματα στην επάρκεια των συντάξεων των μελλοντικών γενεών.

 

        Για όλους αυτούς τους λόγους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτρέπει τα κράτη-μέλη στον σχεδιασμό και την άσκηση πολιτικών εξασφάλισης επαρκούς επιπέδου των συντάξεων των μελλοντικών γενεών, προκειμένου οι νέες γενεές στο μέλλον να συναντηθούν με ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης το οποίο θα υπερβαίνει το όριο της φτώχειας.

 

       Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 στην Ελλάδα (ΕΛΣΤΑΤ,2022) ένας στους τρεις κατοίκους (28,3% του πληθυσμού-2.971.200 άτομα) από 27,4% το 2020, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της φτώχειας (ατομικό ετήσιο εισόδημα έως 5.251 ευρώ), πλήττοντας ιδιαίτερα εργαζόμενους(ες), ανέργους(ες), κ.λ.π. οι οποίοι βρίσκονται σε χαμηλή ένταση εργασίας και εισοδήματος.