Το Cine Δράση συνεχίζει τις προβολές του την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου με τον «Γατόπαρδο» του Luchino Visconti, μια ταινία του θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του παγκόσμιου σινεμά, αγαπήθηκε από εκατομμύρια θεατές και απέσπασε δεκάδες βραβεία και διακρίσεις. Η προβολή του είχε προγραμματιστεί με αφορμή το θάνατο του Αλέν Ντελόν τον περασμένο Αύγουστο, αλλά είχε αναβληθεί για τεχνικούς λόγους. Καθώς η διάρκεια του ξεπερνάει τις 3 ώρες θα το παρακολουθήσουμε σε δύο ημέρες: την Πέμπτη 10/11 το πρώτο μέρος και την Παρασκευή 11/11 το δεύτερο. Πάντα στις 8:15΄μμ.
Ο Bισκόντι, γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας, γύρισε 21 υπέροχες ταινίες, σκηνοθέτησε θέατρο και όπερα, δημιούργησε σκηνικά και κοστούμια, έγραψε, ζωγράφισε. Εδώ μεταφέρει στο σινεμά το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζουζέππε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα απεικονίζοντας εύστοχα την περίοδο των κοινοβουλευτικών συμβιβασμών (Trasformismo) στην ιταλική ιστορία.
Σικελία, 1860. Η είδηση της απόβασης των Γαριβαλδινών διακόπτει την προσευχή στην έπαυλη του πρίγκιπα ντον Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα (Γατόπαρδος), ισχυρού φεουδάρχη της περιοχής. Υποκινούμενος από καιροσκοπισμό, ο Τανκρέντι, ανιψιός του πρίγκιπα, κατατάσσεται με την έγκριση του θείου εθελοντής στο πλευρό της ανερχόμενης αστικής τάξης. Στο δημοψήφισμα που ακολουθεί, ακόμα και ο πρίγκιπας ψηφίζει υπέρ της υπαγωγής του φέουδου στο κράτος της Σαβοΐας. Νέος ισχυρός άνδρας της περιοχής και εκπρόσωπος της καινούριας τάξης πραγμάτων, είναι ο δήμαρχος ντον Καλότζερο Σεντάρα, άνθρωπος άξεστος και νεόπλουτος. Όταν ο πρίγκιπας τον καλεί σε γεύμα, εκείνος εμφανίζεται συνοδευόμενος από την πανέμορφη κόρη του, Αντζέλικα. Ο ανιψιός Τανκρέντι, που έχει ήδη αρχίσει να αναρριχάται στο νέο καθεστώς, την ερωτεύεται, εκείνη μοιάζει να ανταποκρίνεται και ο θείος στηρίζει την απόφαση του ανιψιού (που δεν έχει προσωπική περιουσία) να την αρραβωνιαστεί. Όταν προσφέρεται στον πρίγκιπα μία έδρα στην Γερουσία, εκείνος δεν την αποδέχεται, πεπεισμένος ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά την Σικελία και την νοοτροπία των Σικελών. Κατά την διάρκεια μιας λαμπρής χοροεσπερίδας της τοπικής αριστοκρατίας, ο ντι Σαλίνα συνειδητοποιεί ότι κόσμος του και η εποχή του οδεύουν νομοτελειακά προς το λυκόφως και φεύγει από το χορό βαδίζοντας μόνος προς την κατοικία του…
Η άφιξη του Γκαριμπάλντι, του ανθρώπου που ένωσε εν τέλει την Ιταλία –η οποία μέχρι τότε βρισκόταν υπό την κατοχή της Αυστρίας, ήταν διαιρεμένη σε μικρά κομμάτια που ανήκαν σε τοπικούς αριστοκράτες- λειτουργεί σαν καταλύτης και συμβάλλει στην αποκάλυψη του σαθρού, εκδικητικού οικοδομήματος της τότε κυρίαρχης τάξης. Ενώ, ο ιταλικός λαός συγκλονίζεται, ενώ η χώρα μάχεται να μετατραπεί σε ενιαίο και δυνατό κράτος, η παλιά άρχουσα τάξη της προσπαθεί με κάθε μέσο και τρόπο να διατηρήσει τα προνόμια της. Μερικά μέλη της καταφεύγουν σε ακρότητες, κάποια περιμένουν καρτερικά την εξέλιξη των γεγονότων, άλλα προσεταιρίζονται τη νέα τάξη πραγμάτων. Ο πρίγκιπας της Σαλίνα, βλέπει την άφιξη του Γκαριμπάλντι σαν απειλή για τη θέση του, ο αριβίστας ανιψιός του, ως ευκαιρία να αναρριχηθεί. Η ιστορία του θείου και του ανιψιού δίνει στον Βισκόντι την ευκαιρία να δημιουργήσει μια πλήρη εικόνα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, ιδιαίτερα των δύο βασικών και αντιμαχόμενων τάξεων της εποχής. Την αριστοκρατία η οποία προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην εξουσία και τους αστούς και εμπόρους που εμφανίζονται δυναμικά στο προσκήνιο και διεκδικούν την εξουσία για δικό τους όφελος. Με εξαιρετική μαεστρία, χωρίς διδακτισμούς ή δημαγωγίες, με απλό και ευφάνταστο τρόπο, ξεδιπλώνει στην οθόνη την πάλη των τάξεων ως την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Καταδεικνύει την αέναη κίνηση της, τη νομοτέλεια του νέου που γίνεται παλιό, τον ερχομό του καινούριου νέου που θα αντικαταστήσει το υπάρχον παλιό πριν παλιώσει και το ίδιο.
Η ταινία προσφέρει στο θεατή πλούσια αισθητική ικανοποίηση. Τα πάντα μέσα της φέρουν το σημάδι μιας σπουδαίας και εξαιρετικής τέχνης. Οι θέσεις της μηχανής, τα ντεκόρ, τα κοστούμια, οι ερμηνείες, όλα υπακούν στις νότες της πρωτότυπης μουσικής του Νίνο Ρότα, δημιουργώντας την αίσθηση μιας μαγικής χορογραφίας. Οι σκηνές των μαχών, (παρότι έγιναν και με την πρόθεση να συναγωνιστούν τις αντίστοιχες αμερικάνικες παραγωγές «Ελ Σιντ», «Μπεν Χουρ», κλπ., είναι άρτιες εικαστικά. Δείχνουν ότι ο κινηματογράφος μπορεί, αν θέλει, να είναι εντυπωσιακός και ταυτόχρονα καλλιτεχνικός, περιπετειώδης και σκεπτόμενος. «Συμφωνώ με αυτούς που θεωρούν το Risorgimento μια χαμένη ή μάλλον προδομένη επανάσταση… Η ταινία μου δεν είναι –και δεν θα μπορούσε να είναι- μια μεταγραφή σε εικόνες του μυθιστορήματος του Λαμπεντούζα… Μια ταινία για να αξίζει, οφείλει να διατηρεί τα δικά της εκφραστικά μέσα, παραμένοντας πιστή στο μυθιστόρημα που την ενέπνευσε (όπως ελπίζω ότι έγινε με τον Γατόπαρδο) και δεν μιλώ μονάχα για το οπτικό στοιχείο…Έχει γραφτεί ότι ανέκαθεν με γοήτευαν η μνήμη και το προαίσθημα, η σπαρακτική φυγή από την πραγματικότητα και η καταφυγή στο παρελθόν, τα σκοτεινά, ανομολόγητα, παράλογα προμηνύματα μιας απροσδιόριστης καταστροφής. Εδώ κινούμαι σ’ ένα κλίμα που είναι πολύ πιο κοντινό στον Μαρσέλ Προυστ …Το κεντρικό θέμα του Γατόπαρδου (“για να μείνουν όλα ίδια, είναι αναγκαίο ν’ αλλάξουν όλα”) δεν με ενδιέφερε μόνον ως ανηλεής κριτική της προόδου, ως απόλυτη άρνηση κάθε είδους μεταμόρφωσης που σαν μαύρο σύννεφο σκεπάζει την χώρα μας και εξακολουθεί να εμποδίζει μέχρι και σήμερα κάθε πραγματική αλλαγή. Από μια πιο οικουμενική και -φευ- πολύ επίκαιρη οπτική, μ’ ενδιέφερε και ως τάση κάθε νέας, ανερχόμενης τάξης, να υποτάσσεται κατά κάποιο τρόπο στους κανόνες της παλιάς». (Απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη στον Antonello Trombadori το 1963).
Ιταλία, Γαλλία, Ιστορικό, 1963. Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι. Σενάριο: Giuseppe Tomasi di Lampedusa, Σούζο Τσέκι Ντ’Αμίκο. Φωτογραφία: Τζουζέπε Ροτούνο. Πρωταγωνιστούν: Μπάρτ Λάνκαστερ, Αλέν Ντελόν, Κλαούντια Καρντινάλε, Ρίνα Μορέλι, Πάολο Στόππα, Πιέρ Κλεμεντί, Τέρενς Χίλλ, Ρομόλο Βάλι. Μουσική: Νίνο Ρότα.