Ποίημα του Δημήτρη Βασιλείου
Έσκυψε,
προσεκτικά, μην λερωθεί
και έριξε κάποια λεπτά
στο δισκάκι του ζητιάνου,
που ήταν έξω απ’ την είσοδο της Εκκλησίας.
Περήφανος και ικανοποιημένος
για την θεία πράξη του,
συνέχισε τη μέρα του.
Σιχτίρισε,
ευγενικά βέβαια, δεν είναι όποιος κι’ όποιος,
τους άνεργους που ζήταγαν δουλειά,
έχοντας κλείσει τον δρόμο,
έξω απ’ το Υπουργείο Εργασίας
και πήγε στο Γραφείο του.
Αφού η γραμματέας έφερε το αφέψημά του,
ενημερώθηκε για τις πωλήσεις
και για το πώς πάνε οι μετοχές του.
Κατόπιν, στη σύσκεψη των στελεχών,
απαίτησε εντατικότερη δουλειά,
διότι ο ανταγωνισμός οξύνεται.
Το απόγευμα,
παρακολούθησε διάλεξη, στο Πολεμικό Μουσείο,
για τον μέγα κίνδυνο αλλοίωσης του Έθνους
απ’ τους πολύχρωμους κι’ αλλόθρησκους
πρόσφυγες και μετανάστες.
«Ας πεθάνουν στις πατρίδες τους,
ή ας πνιγούν στην Πύλο», σκέφθηκε
κι αφού υπέγραψε το «Ψήφισμα»
για το κλείσιμο των συνόρων,
πήρε τον δρόμο για την οικογενειακή εστία του.
Μετά το δείπνο,
νουθέτησε τα παιδιά του
να μην κάνουν παρέα με κομμουνιστές
κι’ έπλυνε τα χέρια του για να προσευχηθεί.
Ευχαρίστησε τον Θεό,
που τον φωτίζει, κάθε μέρα, να είναι
πονετικός και ελεήμων φιλάνθρωπος,
καλός οικογενειάρχης
και άγρυπνος φρουρός του Έθνους.
Σταυροκοπήθηκε, βαθιά,
και πήγε ήσυχος στο κρεβάτι του.
31.01.2025 Δημήτρης Βασιλείου
