Διήγημα των: Βαφάκου Ελευθερία, Κατωπόδη Ηλιάνα, Μπαμπαλετάκη Γεωργία
Η ώρα του «θερισμού»
Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά και το αλάτι είχε ξεράνει τα χείλη της, όταν μάζεψε τη τσάντα που περιείχε τα απαραίτητα για την παραλία. Περπάτησε λίγα βήματα και φόρεσε τα γυαλιά της. Ο ήλιος έκαιγε. Κοίταξε το ρολόι της, οι δείκτες έδειχναν έξι ακριβώς. «Νομίζω είναι ό,τι πρέπει για την επίσκεψη στη Βάθεια» σκέφτηκε η Ηλιάνα. Αν και δεν καταγόταν απ’ τη Μάνη, είχε πάρει σωστές οδηγίες και είχε φτιάξει το ιδανικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα που συνδύαζε πολλά μπάνια σε γυαλιστερές παραλίες, πεζοπορίες και πολλές εκπλήξεις. Αυτά τα ταξίδια της άρεσαν, τα περιπετειώδη.
Βάθεια! Aυτός ο ιστορικός και ερειπωμένος οικισμός της είχε εξάψει τη φαντασία. Τόσοι πύργοι μισογκρεμισμένοι της φαίνονταν σαν να είχαν βγει από ταινία ή από βιβλίο. Ονειρευόταν χρόνια τον εαυτό της να περπατά ανάμεσα στα χαλάσματα. Της είχε περάσει απ’ το μυαλό πως αυτό το μέρος θα μπορούσε να είναι το σκηνικό του νέου της μυθιστορήματος. Η Ηλιάνα αν και ήταν νεαρής ηλικίας, γύρω στα τριάντα, είχε ήδη εκδώσει δύο βιβλία, τα οποία είχαν λάβει αρκετά καλές κριτικές. Οι πωλήσεις επίσης είχαν ικανοποιήσει τον εκδοτικό της οίκο. Αν και για την Ηλιάνα σκοπός ήταν να εκφράζουν την ίδια.
«Διακόσια χρόνια απ’ την Επανάσταση, πρέπει σίγουρα να γράψω κάτι που να διαδραματίζεται σε εκείνη την ένδοξη περίοδο» είχε πει στη φίλη της, τη Γεωργία. Έτσι εκείνη, μιας και είχε καταγωγή απ’ τα μέρη, την συμβούλευσε το καλοκαίρι της να το περάσει στη Μάνη. «Ο τόπος έχει μεγάλη ιστορία. Μη ξεχνάς πως δεν πάτησε πόδι Τούρκου εκεί» έλεγε με περηφάνια. «Ένα απόγευμα, που θα έχει πέσει ο ήλιος, θα επισκεφτείς απαραιτήτως τη Βάθεια και μετά θα με ευγνωμονείς» είχε πει η Γεωργία στην Ηλιάνα με ένα πονηρό χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό της.
Την εμπιστευόταν, οπότε δε ρώτησε τίποτα άλλο. Κανόνισε την άδεια της, έκλεισε ένα δωμάτιο στην Αρεόπολη και μετρούσε τις μέρες για την αναχώρηση. Πού αλλού να μείνει; Εκεί ξεκίνησε η Επανάσταση άλλωστε. «Δεκαεπτά Μαρτίου ήταν, κάποιες μέρες πριν σηκώσει το λάβαρο στη Μονή Μεγίστης Λαύρας ο Παλαιών Πατρών Γερμανός» την ενημέρωσε η Γεωργία.
Ο δρόμος είχε λίγες στροφές απ’ την παραλία για τον οικισμό, όμως δεν την δυσκόλεψε ιδιαίτερα. Πάρκαρε. Ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Η εικόνα ήταν μαγική. Ψηλοί πύργοι, καμωμένοι εξ ολοκλήρου από πέτρα. «Ποιοι άνθρωποι τους έχτισαν; Πόση δουλειά και μεράκι χρειάστηκε» σκεφτόταν. Εννοείται πως έβγαλε μια πανοραμική φωτογραφία που να φαίνεται όλο το χωριό. Σαν πίνακας ζωγραφικής ήταν, σαν αυτές τις ζωγραφιές πάνω στις κούπες, που έβλεπε στα ελάχιστα τουριστικά μαγαζιά που συνάντησε, μιας και ο τόπος δεν ανήκει στις μαζοποιημένες τουριστικές περιοχές. Αυτό το γεγονός αποτελούσε λόγο καύχησης για τους ντόπιους.
Πέρασε την πινακίδα που ενημέρωνε τον επισκέπτη για την είσοδο του στον ιστορικό οικισμό και περπάτησε με διστακτικό βηματισμό στα λιθόστρωτα σοκάκια. Πανύψηλοι πύργοι έκρυβαν τα μυστικά αυτού του άγριου μέρους. Γκρεμισμένες λιθιές περιέβαλλαν τα κτήρια που αντιστέκονταν στο πέρασμα του χρόνου. Ροδιές και συκιές αναδύονταν από σχισμές στις αυλές των σπιτιών. Τα σοκάκια κατέληγαν μετά από δαιδαλώδεις διαδρομές σε μοναδικά αδιέξοδα πάνω από τον γκρεμό, με θέα την απέραντη θάλασσα. Ο άνεμος ήταν δυνατός, δρόσιζε το ξαναμμένο από το λιοπύρι πρόσωπό της, έδινε οξυγόνο στα πνευμόνια, ξεκούραζε τα κουρασμένα μάτια.
Πόσοι κάτοικοι ζήσαν σ’ αυτή το μοναδική καστροπολιτεία… Πώς επέζησαν σε τόσο αντίξοες συνθήκες; Πώς αντιμετώπισαν τους πειρατές, τους λήσταρχους, τους Τούρκους; Ποια ήταν η ζωή τους στις ειρηνικές περιόδους, πώς επιβίωσαν στους χαλεπούς και δίσεκτους χρόνους; Όλα αυτά βασάνιζαν το μυαλό της Ηλιάνας που με την φωτογραφική μηχανή απαθανάτιζε τα φανταστικά περάσματα ανάμεσα στην μνήμη και στη φαντασία, στην ιστορία και στο όνειρο, στο χθες και στο σήμερα.
Ξάφνου, καθώς περπατούσε ανάμεσα στα γαϊδουράγκαθα και στα ξερόχορτα βρίσκει ένα δρεπάνι χάμω. «Ένα δρεπάνι!» φωνάζει ξαφνιασμένη. Μα πώς γίνεται; Ένα αγροτικό εργαλείο σκουριασμένο και παλιό στα σοκάκια της καστροπολιτείας… Μετά από εκατοντάδες χρόνια… Το φωτογραφίζει για το προσωπικό της αρχείο. Τής έχει ήδη εξάψει την περιέργεια.
Μετά την έξοδο από το μαγευτικό αυτό μέρος ο δρόμος αναγκαστικά την οδήγησε στο καφενείο του χωριού. Το καλύτερο μέρος για έναν ελληνικό καφέ. Να δώσει την απαιτούμενη ενέργεια για την τρίτη παραλία, για την περιήγηση σε ένα ακόμα ενάλιο σπήλαιο της περιοχής. Ένα βουκολικό στέκι σχετικά καινούριο που μαζεύει νέους και γέρους. Απ’ έξω κυρίαρχη είναι η ζωγραφιά μιας κορώνας στα δεξιά του κτηρίου, σύμβολο συνυφασμένο με τη Μάνη. Πάνω στον δίπλα πύργο η σημαία με το σύνθημα της Επανάστασης «Νίκη ή Θάνατος». Παραδίπλα η ελληνική και η βυζαντινή σημαία. Ένα μέρος ελληνικό, αυθεντικό, άτρωτο από τις τουριστικές ορδές. Σε γη ξερή μα και γόνιμη συνάμα. Με ελιές και φραγκοσυκιές. Με θάμνους και ξερόχορτα. Να κοιτάζει σε θάλασσα με ιστιοπλοϊκά και ψαρόβαρκες.
Στο καφενείο κάθεται σε μια γωνιά. Βλέπει απέναντι μια νέα κοπέλα συνομήλικη της, με μαύρα μακριά μαλλιά. Η μύτη της ήταν κόκκινη από το λιοπύρι, κινητό δεν κρατούσε στο χέρι όπως η νεολαία σήμερα. Παρά μόνο ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο, με την εικόνα μια μαυροφορεμένης Μανιάτισσας που κρατούσε ένα δρεπάνι έτοιμη να χιμήξει σαν άγριο τσακάλι στον εχθρό. «Το δρεπάνι!» αναφώνησε η Ηλιάνα. «Το δρεπάνι!»
Τρέχει προς το μέρος της νέας κοπέλας χωρίς να χάσει χρόνο. Ξέρει πια πόσο σημαντικό είναι το κάθε δευτερόλεπτο, όταν την προηγούμενη μέρα οριακά πριν το απόλυτο σκοτάδι επέστρεψε από την μαγευτική πεζοπορία προς το ακρωτήρι Ταίναρο! Ρωτάει την κοπέλα τι ξέρει για τις Μανιάτισσες, για το δρεπάνι, για την περιοχή, για τα πάντα! Θέλει να λύσει κάθε της απορία! Είναι μαγεμένη και ξαφνιασμένη ταυτόχρονα! Μάλλον είναι κοντά στην έμπνευσή της! Μάλλον έχει φτάσει τον στόχο της! Να γράψει για το ΄21! Για το 1821! Το 2021!!!
Ελευθερία το όνομά της. Μανιάτισσα. Ο πατέρας της γεννημένος στον Ταΰγετο, δυναμικός και αυστηρός. Ξέρει απ’ άκρη σ’ άκρη τα μονοπάτια του βουνού. Οι καστανιές της Άρνας είναι το αγαπημένο του καταφύγιο τα απογεύματα του Οκτώβρη. Ξέρει πολλές ιστορίες. Τις αφηγείται κάτω απ’ την κληματαριά στις κόρες του και στην εγγονή του. Με θέα τον λακωνικό κόλπο και τα Κύθηρα. Η Ελευθερία ξέρει πολλές ιστορίες. Πάρα πολλές.
Μία από αυτές θέλησε να μοιραστεί με την Ηλιάνα παρέα με έναν ελληνικό καφέ. «Γι’ αυτές να γράψεις, για τις γυναίκες της Μάνης!», την παροτρύνει με ενθουσιασμό. Η ιστορία τους άγνωστη στους περισσότερους, χαμένη κάπου στα «ψιλά γράμματα» της ιστορίας. Η συμβολή τους όμως καθοριστική για την απόκρουση του Ιμπραήμ κατά την προσπάθειά του να υποτάξει τη Μάνη.
Ο χρόνος γυρίζει δύο αιώνες πίσω στο καλοκαίρι του 1826. Η μάχη στη Βέργα του Αλμυρού μαίνεται και οι άντρες της Μάνης κρατούν τις θέσεις τους αποκρούοντας με ανδρεία τις αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκοαιγυπτιακού στρατού, όταν δυνάμεις του Ιμπραήμ αποβιβάζονται ταυτόχρονα στον όρμο του Διρού. Η απόβαση γίνεται άμεσα αντιληπτή, όμως, μόνο γέροντες, γυναίκες, παιδιά και οι ιερείς έχουν απομείνει στην περιοχή. Και ενώ ο Ιμπραήμ υπολογίζει ότι οι Μανιάτες θα σπεύσουν σε βοήθειά τους και οι δυνάμεις τους θα διασπαστούν, τα πράγματα παίρνουν μια απρόσμενη τροπή.
Το μήνυμα προς τους μαχόμενους στη Βέργα σαφές: κρατείστε τις θέσεις σας. Οι λιγοστοί άνδρες που έχουν μείνει στην περιοχή αμύνονται στην Αρεόπολη και το Διρό. Δίπλα τους έχουν τις αγέρωχες γυναίκες τις Μάνης που με τα δρεπάνια τους «θερίζουν» τον εχθρό, με πέτρες και με ξύλα τον απωθούν, μαχόμενες «υπέρ βωμών και εστιών». Η Μάνη αρνείται να παραδοθεί. Και το θαύμα γίνεται: οι Μανιάτισσες αποκρούουν τον εχθρό και δίνουν στους Μανιάτες το χρόνο που χρειάζονται για να επικρατήσουν στη Βέργα, να κατευθυνθούν στο Διρό και μαζί πλέον Μανιάτες και Μανιάτισσες να κατατροπώσουν τον εχθρό βάφοντας κόκκινο τον όρμο του Διρού.
Με τις εικόνες αυτές ζωντανές στα μάτια της, η Ηλιάνα αποφασίζει, πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα, να επισκεφτεί το Διρό. Περπατά στην περιοχή χαμένη στη σκέψεις της ώσπου τη βλέπει να στέκει μπροστά της! Η δρεπανοφόρος Μανιάτισσα αγέρωχη και υπερήφανη, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σπήλαιο που είχε επισκεφτεί τις προηγούμενες μέρες. Στέκεται με δέος μπροστά της και της δίνει την υπόσχεση να πει την ιστορία της.