Γράφει η δικηγόρος Ζωή Μπακογιάννη
Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που έκρινε ως αντισυνταγματικό το “νόμο Θεοδωρικάκου” έπραξε το αυτονόητο: Επανέφερε το σεβασμό στην επιλογή των εκλογέων των δημοτικών εκλογών του 2019.
Ανεξάρτητα του τι πιστεύει κάποιος για την αντιπροσωπευτικότητα μεταξύ των εκλογικών συστημάτων της ενισχυμένης και της απλής αναλογικής που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα στις εκλογές σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός οτι δεν υπήρξε η δυνατότητα να δούμε στην πράξη και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της απλής αναλογικής που εφαρμόστηκε πρώτη φορά στις αυτοδιοικητικές εκλογες 2019.
Δεν δόθηκε καθόλου χρόνος ώστε να δοκιμαστεί πραγματικά κατά πόσο επιτυχημένη και αποτελεσματική μπορεί να αποβεί η συνεργασία και οι ευρύτερες συναινέσεις των δημοτικών παρατάξεων και συμβούλων σε επίπεδο διοίκησης των ΟΤΑ ή σε επίπεδο λήψης αποφάσεων για σημαντικά θέματα των ΟΤΑ. Το γεγονός οτι δεν λειτούργησαν οι ΟΤΑ με το καθεστώς που ήδη υπήρχε, είναι επακόλουθο της άμεσης νομοθετικής παρέμβασης της Κυβέρνησης στην διοίκηση των ΟΤΑ, αμέσως μετά το αποτέλεσμα των εκλογών. Η παρέμβαση αυτή έγινε στο όνομα και υπό τον αόρατο “φόβο ” της δήθεν ακυβερνησίας των Δήμων που βρήκε στήριγμα στο ότι η παράταξη του Δημάρχου δεν ειχε την πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο στους περισσότερους Δήμους της Χώρας και φαινόταν έτσι αδύνατη η διαχείριση των υποθέσεων των ΟΤΑ.
Αποτέλεσμα αυτής της βιαστικής και αδικαιολόγητης κυβερνητικής παρέμβασης είναι οτι την τρεχουσα δημοτική περίοδο 2019-2023 , οι ΟΤΑ διοικούνται με λιγότερη δημοκρατία και με όλες τις συνέπειες που έχει αυτό. Και υπάρχει λιγότερη δημοκρατία καθώς με το “καλημέρα” και με κυβερνητική πολιτική επιλογή αλλοιώθηκε η λαϊκή βούληση, η οποία στους περισσοτερους Δήμους απαιτούσε ευρύτερες συναινέσεις στη διοίκηση και στη λήψη αποφάσεων μέσα στο Ανώτατο Όργανο διοίκησης του Δήμου, το Δημοτικό Συμβούλιο, το οποίο έχει αμεση δημοκρατική νομιμοποίηση αφού οι σύμβουλοι ψηφίζονται αμεσα από τους εκλογείς-δημότες. Αντί αυτού όμως και νοθεύοντας την θέληση του εκλογικού σώματος, η Κυβέρνηση νομοθέτησε οτι το σύνολο των σημαντικών αποφάσεων λαμβανονται πλέον από Επιτροπή του Δήμου, την Οικονομική Επιτροπή, απογυμνώνοντας το Δημοτικό Συμβούλιο από αυτές τις σημαντικότατες εξουσίες που είχε και αποδυναμώνοντας τον ρόλο του, που πηγάζει από τον λαό και υπάρχει υπέρ αυτού.
Παράλληλα και με σκοπό να μπορεί η Οικονομική Επιτροπή να ασκεί τις υπερεξουσίες της η Κυβέρνηση έδωσε τεχνητά την πλειοψηφία στην παράταξη του Δημάρχου, ο οποίος ορίζει και τους αιρετούς που συμμετέχουν και αποφασίζουν μέσα στην Επιτροπή. Επομένως δεν υπάρχει η δημοκρατική νομιμοποίησή της από το εκλογικό σώμα. Αντίθετα το Δημοτικό Συμβούλιο, με την ίδια κυβερνητική επιλογή, αποφασίζει μόνο για λιγότερο σημαντικά θέματα, ενώ συχνά σε θέματα κυρίως οικονομικού αντικειμένου αν και καταψηφίζει τις προτάσεις της Δημοτικής Αρχής ωστόσο αυτές αποφασίζονται και εκτελούνται. Μάλιστα στον Δήμο της Νέας Ιωνίας λαμβάνονται αποφάσεις μόλις με 8 ψήφους υπέρ – τόσοι ειναι οι εκλεγμένοι με την παράταξη της Δημάρχου – σε σύνολο 42 Δημοτικών Συμβούλων. Eίναι φανερό λοιπόν οτι με τον “νόμο Θεοδωρικάκου” παραβιάστηκε και νοθεύτηκε η λαϊκή βούληση, όπως εκφράστηκε από το αποτέλεσμα των εκλογών.
Οι ΟΤΑ διοικούνται με λιγότερη δημοκρατία, αφού το ποσοστό συμμετοχής των δημοτικών παρατάξεων στην Οικονομική Επιτροπή με τις υπερεξουσίες της, δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην κατανομή των εδρων της απλής αναλογικής. Ούτε μάλιστα και με αυτών της ενισχυμένης, εάν ίσχυε.
Αν συνυπολογίσουμε και τα αποτελέσματα που είχε στους Δήμους, τόσο σε επίπεδο έργων, όσο και σε επίπεδο δαπανών, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο νόμο ως καταστροφικό. Είναι γνωστό ότι η έλλειψη δημοκρατίας πάει χέρι – χέρι με την αδιαφάνεια και την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.