Η Τέχνη «πολεμά» το Φασισμό

Δρ Στέλλα Μουζακιώτου

Ιστορικός Τέχνης

Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο

& Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Επιμελήτρια Εκθέσεων

stellamouzak@yahoo.gr

Τον 20ο αιώνα, οι κοινωνικές εντάσεις και οι τραγωδίες που προκάλεσαν οι πολεμικές συρράξεις και η έλευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων αποτελούν αντικείμενο σκέψης και δημιουργίας για πολλούς καλλιτέχνες. Άλλες φορές μάλιστα, η τέχνη γίνεται πολιτικό και διαπαιδαγωγικό όργανο των καθεστώτων, υπηρετώντας τα πιστά. Ο Γιόσεφ Γκαίμπελς, Υπουργός Προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας, είχε αναφέρει με κυνισμό: «Αν θέλουμε μια ιδέα να διεισδύσει στις μάζες, πρέπει να την επαναλαμβάνουμε συνεχώς και πάντα», αφού η προπαγάνδα είναι το τρομακτικότερο όπλο στα χέρια αυτού που ξέρει να τη χρησιμοποιεί. Οι Ναζί, κάνοντας εκτενή χρήση προπαγανδιστικών μηχανισμών, χρησιμοποιούν την τέχνη για να αποπροσανατολίσουν το κοινό και ταυτόχρονα να τρομοκρατήσουν αυτούς που τολμούν ακόμα να σκέφτονται ελεύθερα. Αυτή η αντιμετώπιση πήγαζε εν μέρει από τη συντηρητική αισθητική τους, αλλά και από την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν την τέχνη ως μέσο προπαγάνδας. Ιδανική για τους Ναζί – σύμφωνα και με τα προσωπικά γούστα του Αδόλφου Χίτλερ – ήταν η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή τέχνη, καθώς αυτές αντιμετωπίζονταν ως “μη μολυσμένες” και ενσαρκώσεις ενός ιδανικού φυλετικού ιδεώδους.

Η γνωστή ρήση «Όποιος ζωγραφίζει και βλέπει έναν ουρανό πράσινο και λιβάδια μπλε θα έπρεπε να στειρώνεται» αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο της έννοιας: «Εκφυλισμένη Τέχνη», και αποτελεί μια ιδεολογική επίθεση που στόχο είχε την καρδιά της τέχνης και ενορχηστρωτής ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ.Μέσα σε ένα τόσο «αρρωστημένο» περιβάλλον για την ανάπτυξη της ελεύθερης δημιουργίας,πολλοί από τους καλλιτέχνες της γερμανικής πρωτοπορίας διάλεξαν το δρόμο της εξορίας, άλλοι της απομόνωσης στο ύπαιθρο και άλλοι ακόμα και της αυτοκτονίας (Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ).Αυτοί που παρέμειναν στη Γερμανία αποκλείστηκαν από τις θέσεις διδασκαλίας σε πανεπιστήμια και δέχονταν αιφνιδιαστικές εφόδους της Γκεστάπο προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν παραβίαζαν την απαγόρευση να παράγουν έργα τέχνης! Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι «Ο καλύτερος τρόπος να ελέγχεις τους ανθρώπους είναι να τους φοβίσεις»,όπως χαρακτηριστικά έχει γράψει ο Νόαμ Τσόμσκι, Αμερικανός γλωσσολόγος, συγγραφέας.

O Ιταλός καλλιτέχνης, Μαουρίτσιο Κατελάν (Mauricio Kattelan) αποφασίζει να μην αφήσει το κοινό να ξεχάσει τα εγκλήματα της ιστορίας και κυρίως αυτούς που τα προκάλεσαν. Έτσι, το 2001 δημιουργεί το ομοίωμα του Χίτλερ με σκοπό να επισύρει στη μνήμη μας σκέψεις και εικόνες που συντάραξαν ολόκληρο τον κόσμο. Αποφασίζει να εξετάσει την ψυχολογική πλευρά του, παρουσιάζοντάς τον ως παιδί με κοντό παντελόνι, γεμάτο όμως συμπλέγματα και φόβους (εικ. 1,2). Παράλληλα όμως, παρατηρώντας το σκληρό πρόσωπό του είναι εμφανές ότι από την εφηβεία του ήδη υπήρξε αυτός που έμελλε να καθορίσει το μέλλον της ανθρωπότητας με τραγικό τρόπο. Η ενόχληση που προκαλείται από το έργο του Κατελάν, προτού ταυτιστεί με το συγκεκριμένο πρόσωπο, δίνεται από τις αναλογίες της μορφής, ελάχιστα μικρότερες από τις πραγματικές. Η αναπαράσταση του Χίτλερ καθώς προσεύχεται γονατιστός είναι τραγικά ειρωνική, αφού έχουμε την προσωποποίηση του Κακού την ώρα που σχεδιάζει να επιτελέσει μια πράξη απάνθρωπη, που όλοι εμείς δεν θα μπορούσαμε ποτέ να σχεδιάσουμε ή να διανοηθούμε.

«Στο παρελθόν οι άνθρωποι αλληλοεξοντώνονταν, στον πολιτισμένο κόσμο αλληλοεξαπατώνται». Τα λόγια του Σοπενάουερ σκιαγραφούν με πολύ γλαφυρό τρόπο και τη σημερινή πραγματικότητα. Οι τεχνικές χειραγώγησης και προπαγάνδας κατευθύνουν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς της ζωής μας. Ωστόσο, θεωρείται από όλους αποδεκτό ότι οι πολίτες, στις σύγχρονες τουλάχιστον κοινωνίες, πρέπει να ενημερώνονται πολύπλευρα, να έχουν όλοι πρόσβαση στην είδηση, να έχουν το δικαίωμα έκφρασης και πάνω απ’ όλα επιλογής. Συμβαίνει όμως αυτό πραγματικά;

Ένας πίνακας του Ότο Ντίξ (Otto Dix), με τίτλο: «Ανάπηροι Πολέμου» του 1920, αποτελούσε κόκκινο πανί για το Χίτλερ, καθώς απεικόνιζε τις καρικατούρες τεσσάρων ακρωτηριασμένων και παραμορφωμένων βετεράνων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θεάματος συνηθισμένου στους δρόμους του μεταπολεμικού Βερολίνου (εικ. 3). Στην Έκθεση ‘’Εκφυλισμένης Τέχνης’’, που οργανώθηκε από τους Ναζί για να διακωμωδήσει τους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, ο πίνακας αναρτήθηκε δίπλα σε μια επιγραφή που κατηγορούσε το Ντιξ για “προσβολή των Γερμανών ηρώων του Μεγάλου Πολέμου”. Το έργο αργότερα κάηκε μαζί με άλλες καλλιτεχνικές δημιουργίες!

Ο Τζον Χάρτφιλντ (John Heartfield), σχεδιαστής και σκηνογράφος γερμανικής καταγωγής και εκπαίδευσης, το 1916 μετατρέπει σε αγγλικό το όνομά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς την αντι-βρετανική εκστρατεία που βρισκόταν σε εξέλιξη στη Γερμανία. Είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του βερολινέζικου Νταντά (αναρχικό κίνημα αντι-τέχνης), γνωστός για την ανάπτυξη του φωτομοντάζ, το οποίο χρησιμοποίησε ως όργανο πολιτικού και αντιμιλιταριστικού αγώνα. Το έργο με τίτλο, «Αδόλφος, ο υπεράνθρωπος καταπίνει χρυσό και εξαπολύει ψεύδη», 1932, παριστάνει τον οισοφάγο του Χίτλερ ως σωρό από κέρματα, ενώ στη θέση της καρδιάς έχει τοποθετηθεί ο αγκυλωτός σταυρός (εικ. 4). Ήδη ο τίτλος του έργου εκφράζει απροκάλυπτα την αποκρουστική διάθεση του δημιουργού για το πρόσωπο και τη δράση του δικτάτορα.

Μέσα από την αποκωδικοποίηση των έργων αυτών διαπιστώνουμε ότι στόχος των καλλιτεχνών δεν είναι η προβολή ενός μαθήματος ιστορικής ψυχολογίας, αλλά η δημιουργία μιας τέχνης που μερικές φορές μπορεί ακόμη και να ονομαστεί «πολιτική»!