Αφορούν αυτά τα θέματα τις δημοτικές εκλογές;
Γράφει ο Θάνος Ανδρίτσος, Αρχιτέκτονας- Πολεοδόμος, Πρώην Δημοτικός Σύμβουλος Αγίας Παρασκευής και υποψήφιος με το Φυσάει Κόντρα
Η προεκλογική περίοδος που τελειώνει σε λίγε μέρες έρχεται αμέσως μετά από ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Χωρίς υπερβολή, μπορούμε να πούμε ότι οι τελευταίοι μήνες ήταν μια αλληλουχία από ανείπωτες περιβαλλοντικές και κοινωνικές τραγωδίες που διαδέχονταν η μια την άλλη. Από το έγκλημα των Τεμπών που αποκάλυψε με οδυνηρό τρόπο την διάλυση των υποδομών από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της λιτότητας και των ιδιωτικοποιήσεων, στις πυρκαγιές της Ρόδου, της Αττικής και σχεδόν ολόκληρης της Θράκης, μέχρι τις καταστροφικές πλημμύρες της Θεσσαλίας των οποίων ο απολογισμός σε ανθρώπους, ζώα και παραγωγικές δραστηριότητες δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί. Οι μισές πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας είναι ακόμα μέσα στη λάσπη. Σχεδόν κάθε μέρα που περνάει ξυπνάμε με αγωνία τι μπορεί να συμβεί.
Το ερώτημα όλων μας είναι: Θα συνεχίσουμε να ζούμε έτσι; Θα είναι οι ζωές μας διαρκώς ευάλωτες και οι υπηρεσίες και υποδομές διαλυμένες;
Παρότι όλοι και όλες αναρωτιόμαστε το μέλλον της ζωής μας, οι δημοτικές εκλογές φαίνεται να κινούνται σε έναν δικό τους κόσμο. Ενώ αυτά τα θέματα αφορούν απόλυτα την πόλη, το περιβάλλον και την δημόσια διοίκηση, η προεκλογική συζήτηση μεταξύ των επίδοξων διαχειριστών της πόλης περιστρέφεται μόνο γύρω από τις προσωπικότητες των υποψηφίων, τις μεταγραφές μεταξύ των συνδυασμών και την σχέση τους με τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Η κυβέρνηση (υποστηριχτές της οποίας υπάρχουν στους 6 από τους 8 δημοτικούς συνδυασμούς) έχει πρωτοστατήσει σε αυτή την προσπάθεια αποπολιτικοποίησης της συζήτησης για τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Σε μια ντροπιαστική προσπάθεια μετακύλησης ευθυνών, χρέωσε την πυρκαγιά στον Έβρο στους δυστυχείς πρόσφυγες που προσπαθούν να περάσουν τα εγκληματικά τείχη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναζωπυρώνοντας τα χειρότερα ρατσιστικά ένστικτα της κοινωνίας. Αλλά και για τις πλημμύρες, τους καύσωνες και τις πυρκαγιές η απάντηση είναι γνωστή: Ήταν απρόσμενα, πρωτοφανή φαινόμενα που γίνονται πάντα μια φορά στα εκατό ή χίλια χρόνια για τα οποία δεν μπορούσε να προετοιμαστεί. Ο υπαίτιος είναι άλλωστε γνωστός, η κλιματική αλλαγή.
Συνεχίζοντας αυτή την μεθοδολογία, οι πρώην και επίδοξοι νυν δήμαρχοι, παραιτούνται από την υποχρέωσή τους να συζητήσουν για αυτά τα κορυφαία θέματα, καθώς, όπως είπαμε, ο υπαίτιος είναι γνωστός. Η κλιματική αλλαγή. Γίνεται μια ασαφής αναφορά για τον Υμηττό ή εκθέσεις ιδεών για το πράσινο και τον δημόσιο χώρο, αλλά πραγματική πολιτική συζήτηση για τις αιτίες της κλιματικής αλλαγής και κυρίως την προετοιμασία και προσαρμογή στις επιπτώσεις της ώστε να προστατευτούν οι τοπικές κοινωνίες δεν γίνεται ποτέ.
Φυσικά ο Δήμος Αγίας Παρασκευής ούτε προκάλεσε, ούτε μπορεί να σταματήσει την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της. Φυσικά δεν είναι αποκλειστική ευθύνη μιας δημοτικής αρχής να αναμετρηθεί με το ζοφερό μέλλον της ζωής στις πόλεις, και απαιτείται ένας συνολικός μετασχηματισμός των κυρίαρχων πολιτικών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Είναι όμως άμοιροι ευθυνών;
Από την επαγγελματική μου εμπειρία και από την προσωπική και συλλογική μας γνώση μετά από περίπου δέκα χρόνιας παρουσία στο δημοτικό συμβούλιο, μπορώ να υποστηρίξω με σιγουριά πως όχι. Οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές έχουν ρόλο και ευθύνη στην προστασία των δημοτών και του περιβάλλοντος από φαινόμενα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Για την ακρίβεια, το αν ένα έντονο καιρικό φαινόμενο θα μετατραπεί σε περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κεντρική και τοπική εξουσία.
Ας το δούμε συγκεκριμένα. Αμέσως μετά τις πλημμύρες του Βόλου, πήραν μεγάλη δημοσιότητα κάποιοι χάρτες που ήταν για πολλούς/ες από εμάς ήδη γνωστοί. Οι χάρτες προέρχονταν από τα εγκεκριμένα από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας, και έδειχναν με απόλυτη σαφήνεια τις περιοχές που θεωρούνται ευάλωτες σε κίνδυνο πλημμύρας στη Θεσσαλία. Οι χάρτες έπεσαν μέσα με απίστευτη ακρίβεια.
Αν διαβάσει κανείς το Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή της Περιφέρειας Αττικής ή το Σχέδιο Δράσης για το Κλίμα του Δήμου Αθηναίων (όλα εγκεκριμένα από δημοτικές και περιφερειακές αρχές της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ), θα δει να παρατίθενται ανάγλυφα και με απόλυτη σιγουριά οι παρακάτω κίνδυνοι για το λεκανοπέδιο. Παρατεταμένοι καύσωνες που σε συνδυασμό με την υφιστάμενη οικιστική ανάπτυξη θα οδηγούν και στο φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας (δηλαδή πολύ υψηλές θερμοκρασίες σε συγκεκριμένες περιοχές των αστικών κέντρων που διαρκούν και τις νυχτερινές ώρες), ξηρασία, λειψυδρία και συχνότερες και ισχυρότερες πυρκαγιές. Μήπως αυτό μας θυμίζει όλα τα τελευταία καλοκαίρια μας;
Όλα αυτά είναι όχι απλά γνωστά, αλλά μελετημένα αναλυτικά εδώ και πολλά χρόνια και εγκεκριμένα από τις αρμόδιες αρχές. Η κλιματική αλλαγή, όχι μόνο δεν μπορεί να δώσει «άφεση αμαρτιών», αλλά το εντελώς αντίθετο. Επιβάλλει σε κυβερνήσεις, περιφερειακές και δημοτικές αρχές να κάνουν μια συνολική στροφή στην πολιτική τους ώστε με τρόπο ισχυρό και αποτελεσματικό να αποτρέψουν τις καταστροφές που έρχονται. Γίνεται άραγε αυτό; Σαφέστατα όχι.
Αυτό μεταφράζεται σε πολιτικές που ψηφίζονται, σε έργα που γίνονται ή δεν γίνονται από δημοτικά συμβούλια, σε εξαγγελίες, υποσχέσεις και δεσμεύσεις που ακούγονται ή δεν ακούγονται. Εκεί αποδεικνύεται πως ακόμα και αν όλοι μιλούν γενικόλογα για την προστασία του περιβάλλοντος και την βιώσιμη ανάπτυξη, ουσιαστικά και αναγκαία έργα υποδομών (π.χ. αντιπλημμυρικά με αποκαταστάσεις φυσικών κοιτών ρεμάτων, σιδηροδρομικό δίκτυο κ.α.) και χρήματα για επαρκείς και στελεχωμένες υπηρεσίες (π.χ. για την δασοπροστασία με έμφαση στην πρόληψη) ή εξοπλισμούς (π.χ. για την αντιμετώπιση του χιονιού που τα τελευταία τρία χρόνια παραλύει την πόλη μας) δεν δίνονται ποτέ.
Πόσο μάλιστα αν συζητήσουμε για την ανάγκη μιας συνολικής αναπροσέγγισης του σχεδιασμού και της ανάπτυξης της πόλης. Που περιορίζει την κυριαρχία του ΙΧ και της ασφάλτου στον δημόσιο χώρο προωθώντας την δημιουργία νέων χώρων πρασίνου και την εξασφάλιση της πλήρους προσβασιμότητας για όλους και όλες. Που υπερασπίζεται τους κοινούς, δημόσιους χώρους από την επιχειρηματική υφαρπαγή και τα τραπεζοκαθίσματα. Που θέτει την προστασία του Υμηττού με επαρκώς στελεχωμένες υπηρεσίες αλλά και την αποκατάσταση της σχέσης της πόλης με τον ορεινό όγκο της ως προτεραιότητα. Που έχει την περιβαλλοντική και κοινωνική δικαιοσύνη στο επίκεντρό της.
Αυτή την πολιτική πρεσβεύει το Φυσάει Κόντρα και αυτήν με συνέπεια υπερασπίζεται στο δημοτικό συμβούλιο και στους τοπικούς αγώνες μαζί με τους κατοίκους. Για αυτό, αν θεωρείτε ότι η κλιματική αλλαγή και οι περιβαλλοντικές καταστροφές αποτελούν πολιτικό θέμα, η στήριξη του Φυσάει Κόντρα και του Παναγιώτη Αντωνίου είναι η καλύτερη επιλογή.
Το κείμενο αποτελεί επικαιροποιημένη εκδοχή του άρθρου που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Άνεμος που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες το Φυσάει Κόντρα. Διαβάστε όλο το τεύχος στη διύθυνση: https://fysaeikontra.wordpress.com/periodiko-anemos-1/