Δημήτρης Στρατούλης: Μητσοτάκης και υποκλοπές. Καμία αυτοκριτική, μόνο πολιτική κοροϊδία

|||

|||

         Άρθρο του στελέχους της Λαϊκής Ενότητας,πρώην βουλευτή και πρώην υπουργού Κοινωνικής Ασφάλισης

 

         Η δήλωση του Κ. Μητσοτάκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές δεν περιέχει καμία ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον ίδιο για το μεγάλο αυτό αντιδημοκρατικό ολίσθημα της ΕΥΠ, παρά μόνο φτηνές δικαιολογίες. Δεν απάντησε ακόμη και στο απλό ερώτημα, γιατί παρακολουθούσαν το κινητό τηλέφωνο του επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη. Ούτε στο ερώτημα, γιατί και από ποιόν υπήρξε προσπάθεια την ίδια περίοδο παγίδευσής του και από το ιδιωτικό λογισμικό παρακολούθησης PREDATOR, που η ΕΥΠ έχει δηλώσει ότι δεν το διαθέτει. Ούτε στο ερώτημα, γιατί, αφού – όπως ισχυρίστηκε – ήταν όλα νόμιμα, παραιτήθηκαν ο επικεφαλής της ΕΥΠ κ. Κοντολέων και ο εξ απορρήτων ανιψιός του κ. Δημητριάδης.

 

         Η επίκληση από τον Πρωθυπουργό λόγων εθνικής ασφάλειας, σκοτεινών δυνάμεων και εξωτερικών και εσωτερικών (;;;) εχθρών της πατρίδας δεν συνιστά αυτοκριτική για το αντιδημοκρατικό ατόπημα των τηλεφωνικών υποκλοπών πολιτικών προσώπων, ακτιβιστών και δημοσιογράφων, αλλά χοντρό πολιτικό δούλεμα – κοροϊδία και επίδειξη προκλητικής αλαζονείας στον ελληνικό λαό.

 

        Ούτε το επιχείρημα του Πρωθυπουργού ότι δεν ήξερε τίποτε ευσταθεί. Η ΕΥΠ υπάγεται απευθείας σε αυτόν. Ο Διοικητής της δεν έκανε τίποτε χωρίς να τον ενημερώσει με καθημερινή γραπτή αναφορά του σε αυτόν. Επομένως, ο κύριος Μητσοτάκης γνώριζε ότι γίνονταν τηλεφωνικές υποκλοπές σε πολιτικούς και δημοσιογράφους, δεν τις σταμάτησε ή και τις ενέκρινε και θα έπρεπε να αναλάβει πλήρως τις πολιτικές ευθύνες του, που δεν τις ανέλαβε, και όχι να κρύβεται πίσω από παραιτήσεις πολιτικά υφισταμένων του.

 

        Ακόμα κι εάν πιστεύαμε τον Πρωθυπουργό ότι δεν ήξερε για τις τηλεφωνικές υποκλοπές σε βάρος του Ν. Ανδρουλάκη, δεν απαλλάσσεται των βαρύτατων πολιτικών ευθυνών του, γιατί, εάν εποπτεύεις πολιτικά την ΕΥΠ και επικαλείσαι άγνοια των πράξεων της, τότε είναι σαν να αποδέχεσαι ότι την έχεις αφήσει να λειτουργεί ως παρακράτος μέσα στην καρδιά του κράτους.

 

        Οι δήθεν «νομότυπες» υποκλοπές, που εκτινάχτηκαν τα τελευταία χρόνια φτάνουν μέχρι και 15.000 ετησίως, που στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερες, γιατί παρακολουθούνται και οι συνομιλητές του παρακολουθούμενου, κρύβουν κάθε λογής παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών και της ίδιας της δημοκρατίας από το κράτος και το παρακράτος. Πόσο μάλλον, όταν αποδείχτηκε ότι η αρμόδια να ελέγχει τη νομιμότητά τους εισαγγελέας, ουσιαστικά, δεν την έλεγχε.

Η έρευνα που διέταξε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, για το πώς διέρρευσαν και όχι γιατί και από ποιους έγιναν και γίνονται οι τηλεφωνικές υποκλοπές, έγινε για να κλείσει στόματα και να προλάβει νέες αποκαλύψεις.

 

        Ο Πρωθυπουργός στη δήλωσή του προσπάθησε να εκθειάσει τον ρόλο της ΕΥΠ και πολύ περισσότερο να νομιμοποιήσει αυτό το εκτεταμένο σύστημα παρακολούθησης, αναγνωρίζοντας απλώς «αστοχίες» σε «νομότυπες» τηλεφωνικές υποκλοπές. Να μην ξεχνάμε, όμως, ότι υπηρεσίες όπως η ΕΥΠ είναι εκ του προορισμού και του χαρακτήρα τους αντιδημοκρατικοί  κρατικοί και παρακρατικοί μηχανισμοί, που έχουν σαν στόχο το λαϊκό κίνημα. Η ανεξέλεγκτη λειτουργία τους, στο πλαίσιο μιας αυταρχικοποίησης του πολιτικού συστήματος, οδηγεί στον περιορισμό ακόμα και αυτών των στοιχειωδώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

 

        Σύμφωνα με τις Ετήσιες Εκθέσεις Πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης των Απορρήτων Επικοινωνιών (ΑΑΔΕ), οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ την περίοδο αιχμής του αντιμνημονιακού κινήματος δωδεκαπλασιάστηκαν, από 302 το 2008, φτάνουν τις 3742 το 2011 την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (Γ. Παπανδρεόυ), αυξήθηκαν πολύ την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, από 3780 το 2014 σε 9295 το 2016 και σε 11113 το 2018, και η αυξητική πορεία τους συνεχίστηκε και με τη σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ.

 

        Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητη η συγκρότηση και ανάπτυξη ενός ευρύτατου λαϊκού κινήματος καταδίκης των κυβερνητικών αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων, υπεράσπισης και διεύρυνσης των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με τη δημιουργική συμβολή, πρωτίστως, των δυνάμεων της ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, αλλά και πολιτών και φορέων με δημοκρατικό προσανατολισμό και ευαισθησίες. Μόνο έτσι θα μπορούσε να διεκδικηθεί αποτελεσματικά να καταργηθεί το θεσμικό πλαίσιο, που επιτρέπει της υποκλοπές επικοινωνιών και να υπάρχει πολιτικός έλεγχος της ΕΥΠ από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή.

 

        Στη δεκαετία του ΄80, όταν είχαν καταγγελθεί ότι γίνονταν τηλεφωνικές υποκλοπές από τον ΟΤΕ με Διοικητή του τον Θ. Τόμπρα, το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων του ΟΤΕ είχε πρωτοστατήσει στις αποκαλύψεις και διεκδίκησε και πέτυχε τη συγκρότηση διακομματικής επιτροπής ελέγχου του απορρήτου των επικοινωνιών στον ΟΤΕ. Εάν έτσι έγιναν τα πράγματα τότε, γιατί όχι και σήμερα, πόσο μάλλον που αυτοί οι αντιδημοκρατικοί μηχανισμοί έχουν γιγαντωθεί και αποθρασυνθεί;