Για απόπειρα ποινικοποίησης της κοινωνικής αλληλεγγύης κάνει λόγο η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά μετά την ανάγνωση της απόφασης του δικαστηρίου που έκρινε ένοχους τους 11 αγωνιστές κατά των πλειστηριασμών – ανάμεσα τους τον συντονιστή της ΛΑ.Ε. Α.Α., Στ. Λεουτσάκο και τον Παν. Λαφαζάνη – και τους καταδίκασε σε ποινές από 9 έως 11 μήνες φυλακή παρά την αθωωτική εισήγηση του εισαγγελέα της έδρας. “Αποκαλύφθηκε η σκευωρία της κρατικής ασφάλειας”, τονίζει στην καταγγελία του το γραφείο τύπου του κόμματος.
Αναλυτικά, η ανακοίνωση του γραφείου τύπου της Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτης Αριστεράς έχει ως εξής:
Σήμερα (σ.σ. χθες) ολοκληρώθηκε η δίκη για τους δώδεκα συλληφθέντες σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Ειρηνοδικείο Αθηνών το 2017 ενάντια στη διεξαγωγή πλειστηριασμών λαϊκής κατοικίας.
Η άδικη και προκλητική καταδίκη των κατηγορουμένων για διατάραξης οικιακής ειρήνης, μεταξύ των οποίων του συντονιστή της ΠΓ της Λαϊκής Ενότητας – Ανυπότακτη Αριστερά Στάθη Λεουτσάκου, του Απόστολου Μπούρα και της Μαρίας Αφοξενίδου, του Παναγιώτη Λαφαζάνη και άλλων αγωνιστών, παρότι το διάτρητο κατηγορητήριο κατέρρευσε στο ακροατήριο, αποκαλύπτει ότι βασικός στόχος της βιομηχανίας δικών για πλειστηριασμούς είναι να διωχθεί η αλληλεγγύη και να επιταχυνθούν τα σχέδια πλήρους παράδοσης της λαϊκής κατοικίας στα funds.
Από την οξύτατη αστυνομική καταστολή που έλαβε χώρα εκείνη τη μέρα, με τις δυνάμεις των ΜΑΤ να κάνουν χρήση χημικών και να ξυλοκοπούν μέσα στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, αλλά και με την σύλληψη των αγωνιστών, φάνηκε ότι βρισκόταν σε εξέλιξη ένα κρατικό σχέδιο τρομοκρατίας και καταστολής του κινήματος κατά των πλειστηριασμών και όσων υπερασπίζονται τη λαϊκή κατοικία.
Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκαλύφθηκε από τις καταθέσεις των αστυνομικών ότι η αναγνώριση των κατηγορουμένων ώστε να διωχθούν στη συνέχεια, έγινε καθ’ υπόδειξη της ασφάλειας, με πολιτική στόχευση. Ταυτόχρονα έγινε εμφανές ότι οι κατηγορίες για βιοπραγία εναντίον αστυνομικών ήταν και αυτές κατασκευασμένες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων. Τόνισε μάλιστα ότι η παρουσία της αστυνομίας στο εσωτερικό των δικαστηρίων ήταν παράνομη, ενώ η ΕΛ.ΑΣ. με τη στάση της παραβίαζε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα δημοσιότητας της δίκης.
Παρόλα αυτά η έδρα καταδίκασε 4 εκ των κατηγορουμένων για διατάραξη κοινής ειρήνης, ενώ στους υπόλοιπους 3 πρόσθεσε και καταδίκη για βιαιοπραγίες, παρότι τους αθώωσε για το αδίκημα της σωματικής βλάβης, αφού δεν απεδείχθησαν οι τραυματισμοί. Κι όλα αυτά, παρά την ξεκάθαρη πρόταση του εισαγγελέα, που έκρινε ότι οι διαδηλωτές βρέθηκαν σε κατάσταση ανάγκης λόγω της επίθεσης της αστυνομίας με γκλομπ και χημικά σε κλειστό χώρο και δεν μπορούσε να θεμελιωθεί οποιαδήποτε αδίκημα, καθώς απλά ασκούσαν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συνάθροισης και η αστυνομία το παραβίασε με την παράνομη δράση της.
Η απόφαση του δικαστηρίου συνιστά ξεκάθαρη απόπειρα ποινικοποίησης της αλληλεγγύης και της διαμαρτυρίας. Στην ουσία, οι αγωνιστές καταδικάστηκαν επειδή τόλμησαν να υπερασπιστούν συνανθρώπους που έβλεπαν τα σπίτια τους να βγαίνουν σε πλειστηριασμό.
Είναι εμφανές ότι με τις σημερινές καταδίκες προσπαθούν να στείλουν ένα μήνυμα σε όσους και όσες υπερασπίζονται την λαϊκή κατοικία, σε όσους επιμένουν να κάνουν πράξη το “κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη”. Η απόπειρα τρομοκρατίας θα πέσει στο κενό!
Όχι μόνο στην δίκη σε δεύτερο βαθμό, καθώς οι κατηγορούμενοι προχώρησαν ήδη στην κατάθεση έφεσης. Αλλά και στους δρόμους, έξω από τα σπίτια του λαού που τα απειλούν τα “κοράκια”, έξω από τις εισπρακτικές, στις εξώσεις που αποτρέπονται από το κίνημα κατά των πλειστηριασμών.
Η Λαϊκή Ενότητα – Ανυπότακτη Αριστερά βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην πρώτη γραμμή αυτής της μάχης. Η αυθαίρετη καταδίκη του Συντονιστή της ΠΓ της Λαϊκής Ενότητας – ΑΑ Στάθη Λεουτσάκου και των άλλων αγωνιστών, όχι μόνο δεν θα κάμψει την μαχητικότητα και την αφοσίωση στην υπόθεση υπεράσπισης της περιουσίας του λαού, αλλά αποτελεί και τίτλο τιμής συλλογικά για την ΛΑΕ-ΑΑ και τα μέλη της, που θα συνεχίσει ακόμη πιο αποφασιστικά το δίκαιο αγώνα για την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα του εργαζόμενου λαού.