Οι ρωσικές επιδρομές έχουν καταστρέψει περισσότερο από το ήμισυ της παραγωγής φυσικού αερίου στην Ουκρανία, αναγκάζοντας το Κίεβο να επιδιώξει εισαγωγές έκτακτης ανάγκης ύψους άνω των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να αποτρέψει μια χειμερινή ενεργειακή κρίση, ανέφερε το Bloomberg την Πέμπτη.
Το Κίεβο δήλωσε αυτή την εβδομάδα στους Δυτικούς υποστηρικτές του ότι μια ρωσική πυραυλική επίθεση στις περιοχές του Χάρκοβο και της Πολτάβα στις 3 Οκτωβρίου κατέστρεψε περίπου το 60% της παραγωγικής ικανότητας φυσικού αερίου της χώρας, έγραψε το μέσο ενημέρωσης, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές.
Το ρωσικό υπουργείο Άμυνας δήλωσε νωρίτερα ότι τη νύχτα της 3ης Οκτωβρίου, οι δυνάμεις του εξαπέλυσαν «μια μαζική επίθεση» εναντίον του στρατιωτικοβιομηχανικού συγκροτήματος της Ουκρανίας και των ενεργειακών εγκαταστάσεων που υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις τους.
Η Μόσχα υποστηρίζει ότι οι επιθέσεις της αποτελούν απάντηση στις ουκρανικές επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές και κατοικημένες περιοχές στη Ρωσία και ότι στοχεύει μόνο σε τοποθεσίες που συνδέονται με τις στρατιωτικές υποδομές της Ουκρανίας.
Σύμφωνα με το Bloomberg, η Ουκρανία αναμένει ότι θα χρειαστεί να αγοράσει περίπου 4,4 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, αξίας 1,9 δισεκατομμυρίων ευρώ, για να περάσει τον χειμώνα – σχεδόν το 20% της ετήσιας κατανάλωσής της. Το Κίεβο αναζητά οικονομική στήριξη για αυτό, πρόσθεσε το πρακτορείο.
Η ουκρανική Naftogaz δήλωσε ότι τα πρόσφατα δάνεια -συμπεριλαμβανομένων 500 εκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης τον Αύγουστο και 300 εκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αυτόν τον μήνα- είναι ανεπαρκή
Η Ουκρανία ζήτησε από την G7 εξοπλισμό ενεργειακής επισκευής και ανανέωσε τις απαιτήσεις της για συστήματα αεράμυνας.
Το Bloomberg σημείωσε ότι οι μεγαλύτερες προμήθειες φυσικού αερίου της ΕΕ προς την Ουκρανία θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στην αγορά του μπλοκ, με τις ανησυχίες να έχουν ήδη ωθήσει τις τιμές προς τα πάνω νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Με τα αποθέματα κάτω από τα ιστορικά πρότυπα, η ΕΕ παραμένει ευάλωτη σε κρίσεις εφοδιασμού. Ένας κρύος χειμώνας θα μπορούσε να εξαντλήσει γρήγορα τα αποθέματα και να προκαλέσει νέες αυξήσεις τιμών, αυξάνοντας την πίεση στους καταναλωτές.