Της Μαρίας Παναγιώτου*
Η δίκαιη δίκη δεν είναι μια τυπική φράση ούτε μια πολυτέλεια που μπορεί να περιορίζεται όποτε το Κράτος το θεωρεί βολικό. Είναι ο θεμέλιος λίθος του κράτους δικαίου, η ίδια η ασπίδα του πολίτη απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία.
Όταν αρχίζουμε να εισάγουμε εξαιρέσεις και παραθυράκια, όταν ανοίγουμε το δρόμο για περιορισμούς στην πρόσβαση του κατηγορουμένου στη δικογραφία, τότε αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η τύχη μιας υπόθεσης, αλλά η ίδια η ζωή του ανθρώπου που δικάζεται και η εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς τη δικαιοσύνη αποδομείται.
Η παράγραφος που πρόκειται να προστεθεί υπό τον μανδύα της εναρμόνισης με την ευρωπαϊκή οδηγία, υποτίθεται ότι προστατεύει μάρτυρες, έρευνες και εθνική ασφάλεια. Στην πραγματικότητα όμως, δημιουργεί ένα επικίνδυνο πλαίσιο το οποίο θα δίνει τη δυνατότητα στις αρχές να αποκρύπτουν στοιχεία, αφήνοντας τον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του να πολεμούν για την υπεράσπισή του στα τυφλά.
Το ευρωπαϊκό δίκαιο πράγματι προβλέπει περιορισμούς, αλλά μόνο ως έσχατη λύση, με αυστηρή αναγκαιότητα, σαφή αιτιολογία και πλήρη δικαστικό έλεγχο. Στην πράξη όμως, ποιος θα εγγυηθεί ότι οι γενικόλογες επίκλησεις της «εθνικής ασφάλειας» ή του «δημοσίου συμφέροντος» δε θα γίνουν το καταφύγιο κάθε αυθαίρετης απόκρυψης;
Όταν οι έννοιες αυτές είναι τόσο αόριστες, η πόρτα ανοίγει διάπλατα σε καταχρήσεις και τότε, η αρχή της ισότητας των όπλων γίνεται κενό γράμμα καθώς, η πολιτεία θα κρατάει στο συρτάρι αποδεικτικά στοιχεία με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να δικάζεται χωρίς να λάβει γνώση το σύνολο της ποινικής δικογραφίας.
Η ιστορία της νομολογίας του ΕΔΔΑ είναι γεμάτη από παραδείγματα χωρών που καταδικάστηκαν ακριβώς επειδή έκρυψαν κρίσιμα στοιχεία από την υπεράσπιση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει τονίσει επανειλημμένα ότι η δίκαιη δίκη δεν επιδέχεται εκπτώσεις. Η μη κοινολόγηση είναι θεμιτή μόνο όταν αφορά δευτερεύοντα ζητήματα και μόνο αν υπάρχουν αντισταθμιστικές εγγυήσεις.
Η δίκη μετατρέπεται σε παρωδία δικαιοσύνης
Όταν όμως κρύβεται κρίσιμο αποδεικτικό υλικό για την αθωότητα, τότε η δίκη μετατρέπεται σε παρωδία δικαιοσύνης. Η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί σε αυτόν το δρόμο, να γίνει η επόμενη χώρα που θα καταδικαστεί στο Στρασβούργο επειδή προτίμησε την ευκολία της απόκρυψης αντί της δίκαιης διαδικασίας.
Όταν ο πολίτης βλέπει ότι η ίδια η Δικαιοσύνη, που θα έπρεπε να είναι φάρος διαφάνειας, αρχίζει να επιτρέπει μυστικές διαδικασίες και κρυφές δικογραφίες, τότε κλονίζεται η κοινωνική συνοχή. Δημιουργείται η εντύπωση ότι τα δικαιώματα δεν είναι σταθερά, αλλά υπό αίρεση.
Κι αυτό δεν οδηγεί σε ασφάλεια δικαίου, αλλά σε ανασφάλεια, σε κλυδωνισμό των θεμελίων πάνω στα οποία χτίζεται η δημοκρατία. Η Δικαιοσύνη δεν ανήκει στις αρχές, ανήκει στην κοινωνία.
Και η κοινωνία έχει κάθε λόγο να ανησυχεί όταν βλέπει ότι το ιερό δικαίωμα του κατηγορουμένου σε πλήρη πρόσβαση στη δικογραφία, το θεμέλιο της δίκαιης δίκης, μπαίνει στο ζύγι απέναντι σε αόριστες έννοιες και επισφαλείς εξαιρέσεις.
Αν η Ελλάδα θέλει πραγματικά να εναρμονιστεί με την Ευρώπη, ας εναρμονιστεί όχι μόνο με το γράμμα της Οδηγίας αλλά και με το πνεύμα της, με την απόλυτη προσήλωση στην προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, με την αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση σε διαφάνεια και με την επίγνωση ότι κάθε περιορισμός στα δικαιώματα της υπεράσπισης, είναι μια πληγή στο σώμα της δημοκρατίας.
Γιατί όταν οι πολίτες πάψουν να πιστεύουν ότι οι δίκες είναι δίκαιες, τότε δεν απειλείται μόνο η δικαιοσύνη, απειλείται η ίδια η σταθερότητα της κοινωνίας και τα τελευταία χρόνια, αναντίρρητα βιώνουμε αποσταθεροποίηση στους περισσότερους τομείς της κοινωνίας μας.
Η Μαρία Παναγιώτου, είναι Δικηγόρος Αθηνών και Γενική Γραμματέας του Πράσινου Κινήματος.