Το βάρος που δεν φαίνεται: Μικρές επιχειρήσεις και το αθέατο κόστος συμμόρφωσης

Του Απόστολου Ντάλλα
Λογιστή – Φοροτεχνικού
Αντιπροέδρου της Ένωσης Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών Αττικής (Ε.Φ.Ε.Ε.Α.)

Η μικρή επιχείρηση στην Ελλάδα καλείται να επιβιώσει σε ένα από τα πιο απαιτητικά και ασταθή θεσμικά περιβάλλοντα της Ευρώπης. Και αυτό, παρότι αποτελεί το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, απασχολεί πάνω από το 84% των εργαζομένων και παράγει σχεδόν τα δύο τρίτα της προστιθέμενης αξίας στη χώρα.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εύλογο: γιατί η πολιτεία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον μικρό επιχειρηματία ως ύποπτο και όχι ως πολύτιμο εταίρο της ανάπτυξης;

..

Η πρόσφατη μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούνιος 2025) αναδεικνύει με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο ένα ζήτημα που οι μικρές επιχειρήσεις γνωρίζουν πολύ καλά στην πράξη: ότι το πραγματικό βάρος δεν είναι μόνο οι φόροι, αλλά κυρίως το κόστος συμμόρφωσης.

Το κόστος δηλαδή για να κατανοήσει, να παρακολουθήσει και τελικά να τηρήσει το πλήθος των υποχρεώσεων που επιβάλλει το εκάστοτε θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο: από τις συνεχώς μεταβαλλόμενες φορολογικές διατάξεις και την ψηφιακή γραφειοκρατία του myDATA, μέχρι τις άδειες, την προστασία δεδομένων και τις απαιτήσεις «δέουσας επιμέλειας».

..

Οι μικρές επιχειρήσεις στερούνται το πλεονέκτημα οικονομιών κλίμακας. Όπως διαπιστώνεται και στη διεθνή βιβλιογραφία, η ίδια υποχρέωση κοστίζει έως και δέκα φορές περισσότερο ανά εργαζόμενο σε μια μικρή επιχείρηση, συγκριτικά με μια μεγάλη. Αυτός ο δυσανάλογος φόρτος, αν δεν αντιμετωπιστεί, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον περιορισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στη μείωση των επενδύσεων και, τελικά, στη ματαίωση κάθε στρατηγικής για την περιφερειακή ανάπτυξη και την απασχόληση.

..

Η μετάβαση στο ψηφιακό κράτος, αντί να λειτουργήσει απελευθερωτικά, επιβαρύνει περαιτέρω τις επιχειρήσεις. Το ηλεκτρονικό τιμολόγιο, το ψηφιακό δελτίο αποστολής και το σύστημα myDATA παρουσιάζονται ως μεταρρυθμίσεις, αλλά επί του πρακτέου προστίθενται επιπλέον υποχρεώσεις, χωρίς να αφαιρούν προηγούμενες.

Η πολυνομία, η ερμηνευτική ασάφεια και οι αλλεπάλληλες τροποποιήσεις δημιουργούν αβεβαιότητα δικαίου και αυξάνουν το λειτουργικό κόστος. Κάθε αλλαγή σημαίνει νέες ανάγκες για λογισμικά, εκπαιδεύσεις, εξωτερικούς συμβούλους. Οι μικρές επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν ως διοικητικά γραφεία συμμόρφωσης — και μάλιστα χωρίς να αμείβονται γι’ αυτό.

..

Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: χωρίς δραστική απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου, χωρίς φίλτρα αξιολόγησης για τις επιπτώσεις κάθε νέας ρύθμισης στις μικρές επιχειρήσεις, και χωρίς διαρκή διάλογο με τους συλλογικούς φορείς των επαγγελματιών, η μικρή επιχείρηση θα συνεχίσει να συρρικνώνεται.

Οι πολιτικές για τη «στήριξή» της θα παραμένουν προσχηματικές όσο η κανονιστική πίεση την εξουθενώνει και το διοικητικό κράτος την καχυποψιάζεται.

..

Η μικρή επιχείρηση δεν ζητά ευνοϊκή μεταχείριση· ζητά δικαιοσύνη και προβλεψιμότητα. Ζητά να της επιτραπεί να αναπνεύσει, να σχεδιάσει, να αναπτυχθεί. Γιατί η Ελλάδα της ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ανθεκτικότητας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας της: τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Η έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΕΒΕ