Η Χριστιανική Δημοκρατία συμπαραστέκεται στις αγροτικές κινητοποιήσεις και με ανακοίνωση του γραφείου τύπου δηλώνει την αλληλεγγύη της στους αγωνιζόμενους αγρότες.
Αναλυτικά, η ανακοίνωση του γραφείου τύπου της Χριστιανικής Δημοκρατίας έχει ως εξής:
Το Κίνημα Χριστιανική Δημοκρατία, με αφορμή τις αγροτικές κινητοποιήσεις εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
- Το Κίνημα της Χριστιανικής Δημοκρατίας συμπαρίσταται στον αγροτικό κόσμο της χώρας, ο οποίος αγωνίζεται για την επιβίωσή του, όπως και στις κινητοποιήσεις του, με κορύφωση το συλλαλητήριο της Τρίτης 21.2. στις 6.30 μμ. Τα προβλήματα στην Ελλάδα δεν είναι μεμονωμένα, αλλά συνδέονται με την κατάσταση που διαμορφώνεται στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
- Προκειμένου να ενισχυθούν οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων που ωφελούν τον Ευρωπαϊκό Βορρά, ο προστατευτισμός που ίσχυε αρχικά με την «Κοινή Αγροτική Πολιτική» χαλαρώνει όλο και περισσότερο με τη σύναψη όλο και περισσότερων συμφωνιών της Ε.Ε. για την αδασμολόγητη εισαγωγή φθηνών αγροτικών προϊόντων. Για παράδειγμα, συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τη Νέα Ζηλανδία έχει υπογραφεί και περνά στη φάση της επικύρωσης. Με την Τουρκία, η Ε.Ε., στα πλαίσια της σύσφιγξης των σχέσεων με υποψήφιες για ένταξη χώρες, έχει συνάψει ειδική συμφωνία για όσα αγροτικά προϊόντα της δεν συμπεριλαμβάνονται ήδη στην τελωνειακή ένωση. Έτοιμη ήταν και συμφωνία με την ομάδα κρατών «Mercosur» της Λατινικής Αμερικής, η οποία φαίνεται ότι παγώνει λόγω των έντονων αντιδράσεων των πανευρωπαϊκών κινητοποιήσεων. Τα φθηνά ουκρανικά αγροτικά προϊόντα εισάγονται αδασμολόγητα με πρόσχημα τον πόλεμο.
- Παράλληλα, το κόστος παραγωγής αυξάνει, ιδίως λόγω της εμπλοκής της χώρας και της Ε.Ε. συνολικότερα στον πόλεμο της Ουκρανίας, του πλαισίου των κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, αλλά και του κόστους της αποκαλούμενης «πράσινης ανάπτυξης».
- Ενώ η σημασία της Γεωργίας είναι πρωταρχική, αφού από αυτήν εξαρτάται η διατροφική επάρκεια και επιβίωσή μας, οι ιθύνοντες στην Ελλάδα και στην Ε.Ε. αδιαφορούν. Όπως είχε τονίσει ο συνασπισμός κομμάτων «Πολιτική Πρωτοβουλία» στον οποίο μετείχε η Χριστιανική Δημοκρατία στις εκλογές του Μαΐου 2023, η γεωργία εξακολουθεί να παίζει πολλούς ρόλους στις σύγχρονες κοινωνίες, εκτός από τον καθαρά παραγωγικό: προστασία της βιοποικιλότητας, προστασία του περιβάλλοντος, διατήρηση του κοινωνικού ιστού της υπαίθρου, διατήρηση παραδοσιακών κοινωνιών και πολιτισμικών στοιχείων.
- Η άνισα κατανεμημένη ισχύς και η ολιγοπωλιακή δομή του παγκόσμιου και του εγχώριου αγροδιατροφικού συστήματος ασκούν ισχυρότατες πιέσεις στους δύο πιο αδύναμους ‘κρίκους’ της αλυσίδας, δηλ. στους γεωργούς και τους τελικούς καταναλωτές. Έτσι, π.χ., η πτώση των τιμών παραγωγού σπάνια ή ποτέ δεν «μεταφράζεται» σε αντίστοιχη πτώση των τιμών του τελικού καταναλωτή.
- Ειδικά η ελληνική γεωργία, αντιμετωπίζει μια σειρά από συγκυριακά προβλήματα λόγω των πρόσφατων εξελίξεων. Η τεράστια φυσική καταστροφή στη Θεσσαλία ήρθε να προστεθεί στα ήδη σοβαρότατα προβλήματα: Τη διάσπαση πολλών αλυσίδων εφοδιασμού λόγω των μέτρων για τον κορωνοϊό, τη ραγδαία άνοδο των τιμών των καυσίμων, των λιπασμάτων και των ζωοτροφών (και) λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
- Χρόνια προβλήματα των δύο τελευταίων δεκαετιών είναι οι αυξομειώσεις στις παραγωγικές της επιδόσεις, η μείωση του γεωργικού εισοδήματος ανά εκμετάλλευση (κατά 29% την περίοδο 2004-2020), η σχετικά μεγάλη εξάρτησή του (48%) από τις επιδοτήσεις, και οι πενιχρές επιδόσεις στον τομέα της συλλογικότητας, με μόλις το 9% της συνολικής παραγωγής να διακινείται μέσω συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών.
- Πρόσφατη σημαντική θετική εξέλιξη είναι η μετατροπή του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου από αρνητικό σε θετικό μετά από πολλά χρόνια. Από την άλλη πλευρά, προβληματική είναι η κατάσταση σε πολλές περιοχές της χώρας στη διαχείριση κρίσιμων φυσικών πόρων, όπως τα εδάφη και τα νερά.
- Διαχρονικές είναι οι ευθύνες των ηγεσιών, των κομμάτων αλλά και των αγροτών, καθώς και το έλλειμμα σε κρίσιμες θεσμικές και οργανωτικές παρεμβάσεις που θα αναδείκνυαν τον μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχεδιασμό αντί της βραχυπρόθεσμης εισπρακτικής λογικής.
- Ζητούμενο εξακολουθεί να παραμένει η υπέρβαση των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας μέσα από θεσμικές και οργανωτικές παρεμβάσεις, στην κατεύθυνση της προώθησης της ποιότητας και της συλλογικότητας, μαζί με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο για τη γεωργία και την ύπαιθρο, δηλαδή την αναγνώριση των πολλαπλών ρόλων που επιτελεί εντός των σύγχρονων κοινωνιών και τον επαναπροσδιορισμό των δημόσιων πολιτικών για την στήριξή της. Εκτός αυτών, ζητήματα άμεσης προτεραιότητας είναι:
- Η ανασυγκρότηση των περιοχών που έπληξαν οι πλημμύρες του 2023,
- πολιτική με μέτρα για όσο γίνεται πιο δραστικό περιορισμό των κερδών των μεσαζόντων, προς όφελος παραγωγών και καταναλωτών,
- η ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας της ελληνικής γεωργίας,
- η ισχυροποίηση της ταυτότητας αλλά και ανάδειξη των πλεονεκτημάτων (για την υγεία του καταναλωτή, το περιβάλλον κ.λπ.) εμβληματικών προϊόντων όπως η φέτα και το ελαιόλαδο, αλλά και πολλών άλλων,
- η οργάνωση ολοκληρωμένου συστήματος παροχής συμβουλευτικής υποστήριξης στους αγρότες,
- η ανασυγκρότηση του παραγωγικού ιστού της υπαίθρου και η διαφοροποιημένη στρατηγική για την ανάπτυξή της. Το εγχείρημα αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς το αγροτικό πρόβλημα δεν τίθεται με τους ίδιους όρους σε όλες τις περιοχές της χώρας μας. Στις μεγάλες πεδινές περιοχές, σημαντικό πρόβλημα είναι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος από την υπερεντατική άρδευση και την υπερβολική χρήση χημικών σκευασμάτων. Στις περιοχές όμως με φυσικά μειονεκτήματα (ορεινές-προβληματικές), καθώς και στις παραμεθόριες και νησιωτικές, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, το βασικό πρόβλημα είναι είτε η εγκατάλειψη της γεωργίας και κτηνοτροφίας, είτε η ανεξέλεγκτη άσκηση παραγωγικών δραστηριοτήτων (π.χ. υπερβόσκηση, ανυπαρξία χρήσεων γης). Σε κάθε περίπτωση, οι συνέπειες, εκτός από κοινωνικές και οικονομικές είναι και περιβαλλοντικές, με ορατό πια τον κίνδυνο της μη αναστρέψιμης ερημοποίησης του ενός τρίτου περίπου των εκτάσεων της χώρας.
- η υπέρβαση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και της έλλειψης ουσιαστικής συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους μονάδων της δημόσιας διοίκησης σε όλα τα επίπεδα (κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό).