Γράφει ο Αντώνης Δραγανίγος, υποψήφιος με την Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αττική στον δυτικό τομέα
Τα τελευταία χρόνια, κάθε επίσημο κείμενο, κάθε ευρωπαϊκό πρόγραμμα, κάθε ομιλία κάποιου παράγοντα που σέβεται τον εαυτό του ξεκινάει από την «κλιματική κρίση». Λέξεις όπως η «εξοικονόμηση ενέργειας», η «ανθεκτικότητα», η «πράσινη ανάπτυξη» κ.λπ. έχουν γίνει της μόδας. Προγράμματα με όχι λίγα λεφτά, με στόχο την «εξοικονόμηση ενέργειας» σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, πάνε κι έρχονται… Πολλά όμως από αυτά δεν «απορροφώνται» ή, όταν καταλήγουν σε κάποιο έργο, σε δεύτερο χρόνο εμφανίζονται πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα καλούνται να λύσουν. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις έχουν εμφανιστεί πολύ σημαντικά προβλήματα σε δημόσια κτίρια, π.χ. σχολεία, που είχαν πρόσφατα «αναβαθμιστεί ενεργειακά».
Ας δούμε λοιπόν τι γίνεται στην πραγματικότητα με τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης, μέσα από κάποια παραδείγματα.
Πας σε ένα δημοτικό σχολείο να πάρεις πληροφορίες για τον σχεδιασμό ενός τέτοιου προγράμματος. Ξάφνου βλέπεις μια διευθύντρια «στα κάγκελα» να σου φωνάζει: «Καλά τα πατζούρια και τα φωτοβολταϊκά στη στέγη, αλλά εδώ, όποτε βρέχει, θέλουμε γαλότσες για να βγούμε στην αυλή. Αυτό θα μας το λύσετε;». Εκεί έρχεται η αμήχανη απάντηση «Όχι». «Δράσεις αναβάθμισης» του κτιρίου όπως αυτές που αφορούν το αποχετευτικό του δίκτυο δεν είναι επιλέξιμες στο πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης, και άντε τώρα να εξηγείς γιατί αυτή η φοβερή «επιλεξιμότητα» αφήνει παιδιά και δασκάλους κλειδωμένους στο κτίριο αν βρέξει δυο ώρες.
Άλλη περίπτωση: πας σε ένα σχολείο που, στο πλαίσιο των διαδικασιών «τακτοποίησης-νομιμοποίησης» (προϋπόθεση για την υλοποίηση έργων ενεργειακής αναβάθμισης είναι το κτίριο να είναι νόμιμο και για αυτό προηγείται ανάμεσα στα άλλα οπτικός έλεγχος της στατικής επάρκειας), διαπιστώνεις μια ρωγμή σε ένα υποστήλωμα, σε ένα δοκάρι. Τι θα ήταν λογικό για ένα σχολείο; Να σταματήσουν τα πάντα, να διερευνηθεί το πρόβλημα με μελέτη στατικής επάρκειας και, εφόσον το κτίριο είναι εντάξει, να προχωρήσει ο φορέας στις παρεμβάσεις ενεργειακής αναβάθμισης. Και όμως, όχι!
Ο Νόμος (4495/2017, άρθρο 99) δίνει τη δυνατότητα στον φορέα να κάνει τις ενέργειες αυτές μέσα σε μια τριετία από την στιγμή που θα διαπιστωθεί το πρόβλημα! Εν τω μεταξύ, το σχολείο «ντύνεται», οι μονώσεις τοποθετούνται και, αν προκύψει πρόβλημα στην τριετία, έχει ο Θεός… τα ξηλώνουμε και ευχόμαστε επίσης να μην γίνει σεισμός!
Και ας πάμε σε ένα τελευταίο, πλην όμως πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ένας δήμος που αναβαθμίζει τα κτίριά του έχει πρόσφατα μονώσει τη στέγη ενός από αυτά, (ενός γυμναστηρίου ή ενός σχολικού συγκροτήματος) και δεν θέλει να τη «χαλάσει» για να τοποθετήσει φωτοβολταϊκά. Θα πείτε γιατί πρέπει να τοποθετήσει φωτοβολταϊκά; Μα γιατί οι συντελεστές του προγράμματος του ΤΕΕ που μετράνε την εξοικονόμηση ενέργειας σε ένα κτίριο και καθορίζουν σε ποια ενεργειακή κλάση ανήκει, είναι έτσι φτιαγμένοι που, χωρίς την τοποθέτηση φωτοβολταϊκών, οι «δείκτες» δεν πιάνονται. Με άλλα λόγια, αν δεν προβλέψεις στην μελέτη τοποθέτηση φωτοβολταϊκών, τότε δεν πιάνεις τους δείκτες ενεργειακής αναβάθμισης που προβλέπει το χρηματοδοτικό πρόγραμμα, και επομένως δεν μπορείς να ενταχθείς στο πρόγραμμα και να βρεις χρηματοδότηση.
Έτσι ένα πολύ μεγάλο κονδύλι των προγραμμάτων (ανάλογα με το κτίριο μπορεί να ξεπερνάει το 20%!) πηγαίνει, όχι για καλύτερα κουφώματα και καινούργιους λέβητες, αλλά σε μια θηριώδη επιχείρηση επιβολής της τοποθέτησης φωτοβολταϊκών σχεδόν σε κάθε κτίριο του δημόσιου τομέα, σε κάθε σχολείο και πάνω στα κοντέινερ που έχουν τοποθετήσει στις αυλές γιατί λείπουν αίθουσες.
Κι έτσι, βλέποντας ότι με τα προγράμματα «ενεργειακής αναβάθμισης» σε κτίρια χωρίς αξιοπρεπείς τουαλέτες θα μπαίνουν βάζουν αυτόματα συστήματα «καταγραφής ελέγχου» της θέρμανσης-κλιματισμού, και σε κτίρια χωρίς αποχέτευση θα μπαίνουν φωτοβολταϊκά, σκέφτεται κανείς: Mα δεν θα ήταν πολύ πιο απλό να υπήρχε ένα πρόγραμμα «κτιριακής και ενεργειακής αναβάθμισης» των δημοσίων κτιρίων; Να μπει μέσα μια υπηρεσία, να δει τις ανάγκες ενός σχολείου ή ενός νοσοκομείου σε στατικότητα, ύδρευση, αποχέτευση, πρόσβαση ΑμΕΑ, εξοπλισμό και ενεργειακή αναβάθμιση, να δει, δηλαδή, το κτίριο σαν ένα σύνολο, όπως είναι, να κάνει μια μελέτη και ένα έργο που «θα πιάσει τόπο»; Γιατί συμβαίνει αυτός ο ανορθολογισμός που βγάζει μάτι;
Η απάντηση είναι μία και μοναδική: Γιατί αυτή είναι η προτεραιότητα της ΕΕ, η προτεραιότητα του «χρηματοδοτικού προγράμματος».
Η ΕΕ λοιπόν σου λέει, «οι προτεραιότητές μου (δηλαδή οι προτεραιότητες της ανάπτυξης και της κερδοφορίας του κεφαλαίου μου) για τα επόμενα χρόνια είναι «πράσινη ανάπτυξη», «ψηφιακή σύγκλιση», «συνδεσιμότητα» (ανάμεσα στους πόλους και τους «διαδρόμους» κίνησης κεφαλαίων και στρατευμάτων) και έχουμε και κάποιο πασπάλισμα «κοινωνικής συνοχής». Εγώ λοιπόν πληρώνω (βλέπε, πληρώνουν από τα λεφτά μας, από τα λεφτά των φορολογούμενων) ενεργειακή αναβάθμιση. Τώρα, αν το σχολείο καταρρέει, αν θέλει στατική ενίσχυση, αποχέτευση κ.λπ., δες τι θα κάνεις. Πρόβλημά σου!».
Οι άκαμπτες και απόλυτα δεσμευτικές προτεραιότητες της ΕΕ, που είναι ανεξάρτητες, άσχετες ή και αντίθετες με τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειοψηφίας, δεσμεύουν την ίδια στιγμή τους πόρους στις δικές τους κατευθύνσεις και, επιπλέον, συνοδεύονται από όρους και αντιλαϊκά προαπαιτούμενα, είναι η αιτία για αυτή την κατάσταση.
Οι «όροι» και τα «προαπαιτούμενα» περνάνε και μέσα από τα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης. Με βάση αυτούς, προβλέπεται άλλο ποσοστό χρηματοδότησης αν το έργο το εκτελέσει ο Δήμος με αποκλειστικά δημόσιους πόρους και άλλο ποσοστό χρηματοδότησης (10% επιπλέον) αν στο χρηματοδοτικό σχήμα συμμετέχει ιδιωτική εταιρεία, (ΕΣΚΟΤ), η οποία, εν συνεχεία, θα αναλάβει τη διαχείριση του κτιρίου και θα πληρώνεται σταδιακά ως ποσοστό επί της εξοικονόμησης ενέργειας που επιτυγχάνεται. Έτσι, μέσα από τους όρους του προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης, επιτυγχάνεται η είσοδος των ιδιωτών στην διαχείριση των σχολείων.
Η κριτική στα ευρωπαϊκά προγράμματα, τους όρους, την κατεύθυνσή τους και τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενά τους είναι προϋπόθεση για μια αποτελεσματική και αριστερή κριτική στην πολιτική που ακολουθεί το «τοπικό κράτος», η «τοπική διοίκηση». Το εργατικό και λαϊκό κίνημα πρέπει να αντιπαλεύει αυτή την πολιτική, από θέσεις σύγκρουσης και απειθαρχίας. Αν υπάρξει κάποιος «αριστερός δήμαρχος», θα είναι υποχρεωμένος να παλεύει στην ίδια κατεύθυνση, στη λογική της όσο το δυνατό μεγαλύτερης απειθαρχίας στα προαπαιτούμενα και τις προϋποθέσεις τους.
Αποτελεί γελοία αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι στη ζωή και την πάλη υπάρχουν κάποια «μικρά» ζητήματα, που αν «ενωθεί» γύρω τους η «αριστερά» θα τα λύσει και κάποια «μεγάλα» που είναι «έξω από αυτά» και «αφορούν την στρατηγική».
Τα «μεγάλα» όπως η πολιτική της ΕΕ για την «πράσινη καπιταλιστική ανάπτυξη» και την «απεξάρτηση από το ρώσικο αέριο, στο πλαίσιο του πολέμου στην Ουκρανία», φτάνουν με άπειρους τρόπους σε εμάς, είναι άρρηκτα δεμένα με την καθημερινή ζωή μας. Τόσο άρρηκτα που να υποχρεώνεσαι να βάζεις φωτοβολταϊκά πάνω σε ένα κοντέινερ που έχει μείνει από τους σεισμούς…
Και αυτό πια, πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου φανταστικό.
Αντώνης Δραγανίγος, ηλεκτρολόγος μηχανικός, μέλος της ΚΣΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υποψήφιος με την Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αττική στον δυτικό τομέα