Άρθρο της Ελένης Τζάνου,στελέχους της παράταξης “Πρωτοβουλία Πολιτών” και υποψήφιας Δημοτικής Συμβούλου Λυκόβρυσης – Πεύκης
Η αμερικανική και η ασιατική εμπειρία δείχνουν πως οι πόλεις που φιλοξένησαν καζίνο προσβλέποντας σε οικονομικά οφέλη αργά ή γρήγορα το μετάνιωσαν πικρά. Οι σχετικές μελέτες Ομοσπονδιακών φορέων στις ΗΠΑ δείχνουν πως οι πωλήσεις λιανικής βάλτωσαν λόγω του φαινομένου «υποκατάστασης»: οι καταναλωτές αντικαθιστούν άλλες καταναλωτικές δραστηριότητες, όπως το φαγητό έξω ή τον κινηματογράφο, με τον τζόγο στο καζίνο. Καθώς πολλά καζίνο διαθέτουν εστιατόρια, καταστήματα και δωμάτια ξενοδοχείων, όλη η κατανάλωση διοχετεύεται εντός τους και εις βάρος των υπολοίπων επιχειρήσεων της περιοχής. Εξάλλου, ένα καζίνο δεν είναι σαν ένα σινεμά ή ένα αθλητικό στάδιο, προσφέροντας διασκέδαση η οποία συνδυάζεται και με άλλες δραστηριότητες (πχ φαγητό ή ποτό). Έχει σχεδιαστεί ως ένα περιβάλλον που απορροφά τα πάντα και δεν απελευθερώνει τους πελάτες του μέχρι να εξαντλήσουν και το τελευταίο ευρώ στην τσέπη τους.
Οι οικονομικές απώλειες όμως δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Μεσιτών, στις περιοχές εντός 15 χλμ από ένα καζίνο εμφανίζονται διπλάσια ποσοστά παθολογικού τζόγου με ό,τι συνεπάγεται αυτό για την δομή της τοπικής κοινότητας και οικογένειας. Ο δε αντίκτυπος στις αξίες ακινήτων είναι αναμφισβήτητα αρνητικός: κανείς δεν θέλει να μείνει σε μία περιοχή με υψηλά ποσοστά χρεοκοπίας, αυξημένη εγκληματικότητα και κουλτούρα βιοπορισμού μέσω τζόγου.
Η επιμονή της κυβέρνησης για μετεγκατάσταση του καζίνο της Πάρνηθας στο Μαρούσι, παρά την ομόφωνη και αντίθετη στάση όλων των όμορων δήμων και του ΣτΕ, είναι ακατανόητη, αν όχι ύποπτη. Η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλη οικονομική ισοπέδωση. Καθώς τα έσοδα των καζίνων προέρχονται κυρίως από νοικοκυριά χαμηλού και μέτριου εισοδήματος – εξού και το μάρκετινγκ του τζόγου απευθύνεται σε αυτές τις ομάδες – και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούν είναι χαμηλών δεξιοτήτων και, συνεπώς, κακοπληρωμένες, η κυβέρνηση με όχημα τον νομιμοποιημένο τζόγο επιχειρεί να αυξήσει την ήδη μεγάλη οικονομική και κοινωνική ανισότητα επιβάλλοντας έναν ακόμα βαρύ φόρο στους πιο ευάλωτους.