Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
& Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr
Ο γλύπτης, Γιαννούλης Χαλεπάς, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εικαστικούς δημιουργούς της νεώτερης Ελλάδας, παραμένοντας ταυτόχρονα ένας μύθος και ένα διαρκές ερωτηματικό, αφού τα βιογραφικά του στοιχεία βρίθουν ανεκδοτολογικών πληροφοριών κάνοντας την ενδελεχή μελέτη του έργου του πιο γοητευτική και μυστηριώδη.
Γεννημένος στον Πύργο Πανόρμου της Τήνου, το 1851, μαθήτευσε στο σχολαρχείο του νησιού και στο γυμνάσιο της Σύρου μόνο για ένα χρόνο. Ύστερα από πιέσεις του πατέρα του φοίτησε για μικρό χρονικό διάστημα στην Εμπορική Σχολή της Σύρου, ο οποίος, παρόλο που ήθελε να τον δει έμπορο, αναγκάζεται να υποχωρήσει αποδεχόμενος την επίμονη επιθυμία του γιου του να ασχοληθεί με την τέχνη. Έτσι, το 1869 η οικογένεια Χαλεπά εγκαθίσταται στην Αθήνα και ξεκινά με μεγάλη ανυπομονησία και ακόρεστο ζήλο τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών (Πολυτεχνείο), παρακολουθώντας τις βασικές αρχές του σχεδίου κοντά στο Νικηφόρο Λύτρα και αποκτώντας τεχνική εμπειρία της λάξευσης του μαρμάρου από τον εξαιρετικό, δραστήριο και πλούσιο σε καλλιτεχνική παραγωγή Λεωνίδα Δρόση (1869-1872).
Το εικαστικό του ταλέντο έγινε γρήγορα αντιληπτό και έχοντας αποσπάσει το θαυμασμό όλων για τις εξαιρετικές επιδόσεις του εξασφαλίζει (1872) υποτροφία από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου για συνέχιση των σπουδών του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου δίπλα στο δάσκαλο Max Widnmann (Μαξ Βίντμαν).
Κατά τη διάρκεια της μαθητείας του στη βαβαυρική πρωτεύουσα βραβεύτηκε δύο φορές. α) πρώτο βραβείο και χρηματικό έπαθλο στο διαγωνισμό της Ακαδημίας με θέμα «το παραμύθι της Πεντάμορφης» (1874), β) χρυσό μετάλλιο στην Έκθεση του Μονάχου με το έργο «Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα». Έχοντας πάντα ως συνισταμένη της εικαστικής του σκέψης το όραμα της ελληνικής τέχνης, ο Χαλεπάς μελετά τη γλυπτική δημιουργία των μουσείων του Μονάχου και εμβαθύνει τις μελέτες του στην ιστορία της, αλλά και τις νεωτεριστικές ρεαλιστικές τάσεις που ήδη έχουν προβάλλει δυναμικά στο καλλιτεχνικό πεδίο.
Μετά τη διακοπή της υποτροφίας του (1875), επέστρεψε στην Αθήνα και με ιδιαίτερο ζήλο άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς ξεδιπλώνοντας χωρίς φειδώ την υψηλή πλαστική ευαισθησία του. Μία από τις πιο γνωστές δημιουργίες του την περίοδο αυτή είναι το περιώνυμο ταφικό μνημείο της Σοφίας Αφεντάκη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, η Κοιμωμένη (εικ. 1,2). Πρόκειται για το πιο αναγνωρίσιμο έργο της νεοελληνικής τέχνης· η νεαρή γυναίκα βυθισμένη σε γαλήνιο ύπνο, ξαπλωμένη σε ανάκλιντρο με το πάνω μέρος του σώματος να ακουμπά ελαφρά σε ογκώδες μαξιλάρι κρατά χαλαρά στο στήθος της σταυρό ένα σύμβολο που συνδέεται με το θάνατο αλλά και τη λύτρωση ταυτόχρονα. Πρόκειται για το πρώτο έργο στα εικαστικά δρώμενα της νεότερης Ελλάδας, που με τον άμεσο ρεαλισμό του προσεγγίζει το θάνατο τόσο πραγματικά, τόσο φυσικά αλλά και τόσο «ζωντανά», όσο και αν αυτό μοιάζει οξύμωρο. Παρόλο που συνεχίζει να δημιουργεί με βάση τα κλασικά πρότυπα, μοιάζουν να εισχωρούν στα έργα του στοιχεία που μας παραπέμπουν στο ρυθμό Μπαρόκ. Τα ελεύθερα κυματιστά μαλλιά της κοπέλας, τα μισάνοιχτα χείλη της, η φυσιοκρατική περιγραφή των καλοσχηματισμένων καμπυλών κάτω από το λεπτοδουλεμένο ένδυμά της και το σεντόνι που τη σκεπάζει αναδεικνύουν στοιχεία αμεσότητας στη σύλληψη της γαλήνιας αυτής στιγμής, μεταφέροντας στο θεατή πλούσιο συναισθηματικό υλικό και σκέψεις πάνω στο γεγονός του θανάτου. Το 1934 αναφερόμενος στο συγκεκριμένο έργο, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τονίζει ότι πρόκειται για ένα από τα πιο σπάνια δημιουργήματα που έδωσε η εποχή Χαλεπά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ως το 1878, που εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της ψυχικής του ασθένειας, φιλοτέχνησε δημιουργήματα υψηλής αισθητικής αξίας, μοναδικά δείγματα αφομοίωσης του κλασικιστικού ιδιώματος σε μια διαλλακτική σχέση με έναν ελληνικό μοντερνισμό. Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα (εικ. 3), συνδυάζει με επιτυχία αυτήν ακριβώς την αφομοίωση με την αγάπη του για τη αρχαία ελληνική γλυπτική και τις παραστάσεις μυθολογικού περιεχομένου, που διαρκώς επανέρχονται στο έργο του. Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα, η βασική μορφή του οποίου, ο Σάτυρος, κυριαρχεί στο χώρο με την κίνηση και τη στάση του σώματός του. Η φορά των χεριών του δημιουργεί ένα μεγάλο S, ενώ η μικρόσωμη φιγούρα του Έρωτα είναι τοποθετημένη εγκάρσια, δημιουργώντας φυσικό «κλείσιμο» της σύνθεσης από όλες τις πλευρές και αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την αγάπη του Χαλεπά για τις συμπαγείς δομημένες φόρμες. Κάθε γλυπτό του αποτελεί έναν συμπαγή όγκο που αποδεσμεύει ταυτόχρονα μια πολλαπλότητα συναισθημάτων. Η περίοπτη αυτή σύνθεση με τον πλούσιο διακοσμητικό χαρακτήρα, που τονίζεται από την ανάλαφρη και παιχνιδιάρικη διάθεση των δύο μορφών, αποτελεί την πρώτη παραλλαγή ενός θέματος που ο Χαλεπάς προσέγγισε συνολικά δώδεκα φορές ως το 1936. Το πρόπλασμα του έργου είχε τιμηθεί ήδη με Χρυσό μετάλλιο το 1875 στην έκθεση του Μονάχου, ενώ το μαρμάρινο αντίστοιχο παρουσιάστηκε με επιτυχία το 1878 στη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι. Παρόλο τον ιδεαλιστικό χαρακτήρα και το πνεύμα του κλασικισμού που αποπνέει το γλυπτό αυτό σύμπλεγμα, είναι εμφανείς οι εικαστικές αναφορές του στη τέχνη του Μπαρόκ. Ο οίστρος του Χαλεπά και ο ανάλαφρος χειρισμός των όγκων συνδυάζονται με μια πληθωρική αίσθηση της ανθρώπινης μορφής, σ’ ένα έργο που εντυπωσιάζει με την ελεύθερη, χαρούμενα ρυθμική σύνθεση των όγκων και κενών. Η απόδοση της γυμνής σάρκας είναι τόσο αληθοφανής που σε συνδυασμό με τις ρεαλιστικές λεπτομέρειες οδηγούμαστε σ’ ένα πραγματικά εκφραστικά δυναμικό αποτέλεσμα.
Την ίδια περίοδο (1878) παρουσιάστηκαν και τα πρώτα συμπτώματα ψυχασθένειας του σημαντικού δημιουργού και αφού η κατάσταση της ψυχικής του υγείας χειροτέρευε, τον Ιούλιο του 1888 εισήχθη στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, όπου πέρασε εκεί τα επόμενα 14 σκοτεινά χρόνια της ζωής του. Το 1902 η μητέρα του τον πήρε κοντά της στην Τήνο και προσπάθησε να τον εμποδίσει να εργαστεί γιατί θεωρούσε ότι η ενασχόλησή του με την τέχνη ευθύνεται για την αρρώστια του. Έτσι, ο Χαλεπάς ασχολήθηκε και πάλι με τον πηλό και το γύψο μόλις το 1918, αφού είχε πεθάνει η μητέρα του.
Στις 31 Απριλίου του 1925 πραγματοποιήθηκε έκθεση των έργων του Χαλεπά στην Ακαδημία Αθηνών, η οποία του απένειμε, στις 25 Μαρτίου του 1927, το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Στα χρόνια που ακολούθησαν πλούσια ήταν η εικαστική του δημιουργία με έργα όπως: Αριάδνη, Κοιμωμένη, Γυμνή γυναίκα σε καθρέφτη, Θεριστής, Παραμύθι της Πεντάμορφης, Το Μυστικό, Αναπαυόμενη, Ειδύλλιο, Οιδίπους και Αντιγόνη, Ορνιθοκλέφτης κ.ά. Όλη η δουλειά του, η έντασή του, εκδηλώνονται με τη σκληρή και ταυτόχρονα εμπνευσμένη και τεχνικά πρόσφορη προσπάθεια να απελευθερώσει από την ύλη αυτό που κρύβεται μέσα της, μια πραγματικότητα και μια αλήθεια που πασχίζουν να αποκαλυφθούν, να απελευθερωθούν από τα δεσμά τους…. και μοναδικός λυτρωτής τους είναι ό ίδιος ο γλύπτης.
Προσανατολισμένος πάντα στο πλάσιμο συνθέσεων εμπνευσμένες από την αρχαιότητα και την ελληνική μυθολογία, οι μεμονωμένες μορφές του και τα γυναικεία γυμνά υποδηλώνουν τα προσωπικά του βιώματα. Έτσι, στο έργο Μήδεια (Πινακοθήκη Κουβουτσάκη) (εικ. 4), οι μορφές του παρουσιάζουν τέτοια πληρότητα στην τρισδιάστατη απόδοσή τους, ώστε δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει πλήρως την αξία τους κοιτάζοντάς τες από μια μόνο οπτική γωνία. Η αντίληψή του για την ανθρώπινη μορφή ξεπερνάει κατά πολύ την απλή γυμνότητα. Γι’ αυτόν, το ανθρώπινο σώμα, είναι ένας απεριόριστα πολύπλοκος και εύπλαστος οργανισμός πάντα μεταβαλλόμενος ποτέ ακίνητος. Στο σύμπλεγμα αυτό, η Μήδεια στέκει σαν βράχος αγέρωχη και ρωμαλέα, με βλέμμα κενό, αδιάσπαστα προσηλωμένο στις φρικτές παιδοκτόνες σκέψεις της, χωρίς κανένα οίκτο και δισταγμό μπροστά στην απάνθρωπη πράξη που ετοιμάζεται να εκτελέσει. Από την άλλη, τα παιδιά της, συσπειρωμένα πάνω της, κρατούν το σώμα της σε μια απέλπιδα προσπάθεια να νιώσουν στοργή και μητρική φροντίδα από την παρουσία της. Όμως, η ψυχρή και απόμακρη στάση της, στα ανώτερα τμήματα της σύνθεσης, αποδεσμεύει τα παιδιά της από το βασικό της κορμό. Σαν να αισθάνονται τα ίδια μια απροσδιόριστη απειλή θανάτου πάνω στα αθώα, παιδικά κορμιά τους.
Τον Απρίλιο του 1938, ο Γιαννούλης Χαλεπάς προσβλήθηκε από ημιπληγία και λίγους μήνες αργότερα πέθανε σε ηλικία 87 χρόνων. Η σημαντική εικαστική του κληρονομιά βρίσκεται στο πατρικό του σπίτι στην Τήνο, που μετατράπηκε σε Μουσείο Χαλεπά, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών, στην Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και σε ιδιωτικές συλλογές.