«Εκεί που καίνε βιβλία, μια μέρα θα καίνε ανθρώπους…»

«Εκεί που καίνε βιβλία, μια μέρα θα καίνε ανθρώπους…»

Γράφει η Δρ Στέλλα Μουζακιώτου, Ιστορικός Τέχνης
Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
& Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
Επιμελήτρια Εκθέσεων
stellamouzak@yahoo.gr

«Εκεί που καίνε βιβλία, μια μέρα θα καίνε ανθρώπους…». Πόσο συγκλονιστικά αληθινά είναι τα λόγια του Χάιντριχ Χάινε στο πλακόστρωτο της πλατείας Μπέμπελπλατς στο Βερολίνο, εκεί που μπροστά στο πανεπιστήμιο Humboldt, έριξαν οι ναζί στην πυρά 20.000 βιβλία στις 10 Μαΐου του 1933 (εικ.1). Την τρομερή εκείνη μέρα, η πνευματική δημιουργία περίπου 400 συγγραφέων χάθηκε στις φλόγες. Πρόκειται για τον πνευματικό «αποκεφαλισμό» της λογοτεχνικής και επιστημονικής κοινότητας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια 70.000 ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία της Όπερας του Βερολίνου, κυρίως φοιτητές κουβαλούσαν χιλιάδες βιβλία, μεταξύ αυτών έργα επιφανών γερμανών συγγραφέων, ποιητών και φιλοσόφων για να τα κάψουν. Μια αποκρουστική ενέργεια που σκηνοθετήθηκε ως ένα είδος αποτρόπαιης «τελετουργίας», αφού, όταν άναψαν οι φωτιές, έφθασαν τα βιβλία με κάρα και φορτηγά, συνοδευόμενα από τρομαχτικούς ήχους ταμπούρλων και ανατριχιαστικές ιαχές θριάμβου από τους διεστραμμένους επινοητές της αδιανόητης πράξης (εικ.2). Ο ναζιστής φοιτητής Χέρμπερτ Γκούτγιαρ, μόλις 23 χρονών, έβγαλε μια σύντομη ομιλία γεμάτη μίσος. «Παραδίδω στη πυρά ότι είναι αντιγερμανικό» είπε καταχειροκροτούμενος. Το βράδυ αυτό η ναζιστική Γερμανία βιώνει το δικό της πνευματικό μεσαίωνα.

Επιπροσθέτως, στο Βερολίνο, ο υπουργός Εκπαίδευσης και Προπαγάνδας Γιόσεφ Γκέμπελς διατυμπανίζει: «…ο αιώνας του ακραίου εβραϊσμού διανοουμενισμού τελείωσε και η γερμανική επανάσταση άνοιξε και πάλι το δρόμο στο γερμανικό όν»!!! Μέσα από αυτό το νοσηρό και τρομακτικό «πόλεμο» με τον κόσμο του πνεύματος, οι ναζιστές επιχειρούν έναν άγριο πολιτικό διωγμό και κατά των καλλιτεχνών της πρωτοπορίας: καταδικάζονται οι εκφραστές του κυβισμού, της αφηρημένης τέχνης, του φουτουρισμού, του ντανταϊσμού και του εξπρεσιονισμού. Περισσότερα από 6.000 έργα κατάσχονται από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, πολλά καίγονται ενώ άλλα πωλούνται με πλειστηριασμό σε αμερικανικά ή ελβετικά μουσεία.

Παρά τις έντονες πιέσεις, τις διώξεις και τις εξορίες, υπήρξαν δημιουργοί που αντιστάθηκαν, συνεχίζοντας να καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα της νέας πολιτικής πραγματικότητας. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται ο Γερμανός ζωγράφος Γκέοργκ Γκρος (1893-1959). Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που χαρακτηρίζεται από το αιχμηρό και καυστικό στιλ, ενώ μέσα από τα έργα του, που εμπνέονται από την κοινωνική και πολιτική σάτιρα, αντικατοπτρίζεται ρεαλιστικά το κλίμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η τέχνη του είναι έντονα πολιτικοποιημένη όσο και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, ο οποίος αφοσιώνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στις σατιρικές εικονογραφήσεις του γερμανικού φασισμού και επιτίθεται κατ’ επανάληψη στη φιγούρα του Κάιζερ. Ύστερα από το ξεκίνημά του, στο οποίο συγχωνεύονται οι κυβιστικές ογκομετρίες και ο φουτουριστικός δυναμισμός, ο Γκρος χρησιμοποιεί μια σατιρική και αιρετική γλώσσα για να επιτεθεί στο μιλιταρισμό, τον εθνικισμό και τις ηθικοπλαστικές αξίες της αστικής γερμανικής τάξης.

Στο σατιρικό έργο «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» (1926), ο Γκρος καταγγέλλει με ξεκάθαρο και σαρκαστικό τρόπο τα δεινά που προκλήθηκαν στη χώρα του μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο (εικ.3). Πρόκειται σχεδόν για μια προφητεία για τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Στο βάθος του πίνακα, στην πόλη που έχει καταστραφεί από τη φωτιά, ένας ιεροκήρυκας αγορεύει ανούσια κρατώντας τα μάτια κλειστά για να μη βλέπει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω του, εθελοτυφλώντας μπροστά στην οδυνηρή πραγματικότητα του πολέμου. Ο δημοσιογράφος στα αριστερά, που κρατά στο χέρι εφημερίδες, απεικονίζεται να κρύβει τις ιδέες του με ένα ουροδοχείο νυκτός στο κεφάλι, σύμβολο της ελάχιστης και βρώμικης πνευματικής του διαύγειας. Το δοχείο μοιάζει με τα κράνη των βαριά οπλισμένων στρατιωτών – εκτελεστών στο βάθος, αναδεικνύοντας έτσι ότι ο κίνδυνος της παραπληροφόρησης από έναν κατευθυνόμενο ή ελλιπή δημοσιογράφο είναι το ίδιο επικίνδυνος με τη θανατηφόρα επέλαση των στυγνών εκτελεστών του πολέμου. Στα δεξιά απεικονίζεται ένας ευτραφής σοσιαλδημοκράτης βουλευτής με κολάρο στο λαιμό – στοιχείο που αναδεικνύει την αιχμαλωσία του στα κομματικά του συμφέροντα – από το κεφάλι του βγαίνουν μόνο «αχνές σκέψεις» που δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην επίλυση των προβλημάτων του λαού που εκπροσωπεί. Το έργο ολοκληρώνεται με το κομμένο κρανίο του άνδρα που βρίσκεται στο πρώτο πλάνο και ταυτίζεται με ένα ναζιστή στρατιωτικό, όπως φαίνεται από τον αγκυλωτό σταυρό στη γραβάτα του. Ο δημιουργός με ευρηματικό και σατιρικό τρόπο τον απεικονίζει να συνδυάζει το πάθος του για τη μπύρα με την άγρια δίψα του για πόλεμο, όπως συμπεραίνουμε από την ουλή στο πρόσωπό του, τον ένοπλο μαύρο ιππέα που ξεπροβάλλει από το κομμένο κρανίο του και φυσικά από το σπαθί που κρατά στο χέρι.